Κλιματική αλλαγή, «έξωση» των μελισσοκόμων από τα δάση και υπερβολική αύξηση του κόστους παραγωγής απειλούν ένα από τα σημαντικότερα προϊόντα της ελληνικής παραγωγής τροφίμων.
Μπορεί το μέλι να είναι ένα από τα εθνικά μας προϊόντα, δυστυχώς όμως τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια οι μελισσοκόμοι τους οδηγούν στον αφανισμό.
Από τη μια η κλιματική αλλαγή και οι περιβαλλοντικές καταστροφές που έχουν σημειωθεί και από την άλλη το υπερβολικά αυξημένο κόστος παραγωγής κάνουν πλέον πολλούς από τους μελισσοκόμους να αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το επάγγελμά τους.
Την κατάσταση έχει κάνει χειρότερη η «έξωση» των μελισσοκόμων από τα δάση, καθώς τόσο το νομοθετικό πλαίσιο όσο και οι απαγορευτικές διατάξεις δασαρχείων και Πυροσβεστικής, που περιορίζουν την άσκηση της μελισσοκομίας στο πλαίσιο της πολιτικής για την πρόληψη πυρκαγιών δημιουργούν μία κατάσταση εχθρική για αυτούς.
Το ελληνικό μέλι είναι διεθνώς αναγνωρισμένο για τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά, με σημαντικό αποτύπωμα στον παγκόσμιο χάρτη. Μέχρι πριν δύο χρόνια που οι καταστροφικές πυρκαγιές έπληξαν τον κλάδο, η Ελλάδα κατείχε την 4η θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ με το 7,4% της ευρωπαϊκής παραγωγής και το 1% της παγκόσμιας, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Η μελισσοκομία στην Ελλάδα στηρίζεται βασικά στα δάση, με το 80% της παραγωγής μελιού να αναπτύσσεται σε κυψέλες εγκατεστημένες σε δασικές περιοχές, ενώ το 65% της παραγωγής είναι πευκόμελο.
Με βάση τη νομοθεσία (1934) καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις τοποθέτησης μελισσιών, όχι μόνο στα δάση αλλά και σε άλλες τοποθεσίες. Ωστόσο, κατά περιόδους δασαρχεία εκδίδουν απαγορευτικές διατάξεις για την τοποθέτηση μελισσιών σε συγκεκριμένες τοποθεσίες.
Συνήθως το σκεπτικό της εκάστοτε απόφασης συνδέεται με τον φόβο των πυρκαγιών και με την ευαισθητοποίηση ορισμένων υπηρεσιών για λόγους πρόληψης. Αυτό, όμως, και από την στιγμή που δεν υπάρχει πλαίσιο που να καθορίζει χωροθέτηση κυψελών, οδηγεί πολλούς μελισσοκόμους να εξορίζονται, χωρίς να υπάρχει λύση για το πού θα μπορέσουν να κάνουν τη δουλειά τους.
Η νομοθεσία απαγορεύει επίσης τη χρήση του καπνιστηριού -είναι ένα βασικό εργαλείο που χρησιμοποιείται από τον παραγωγό μελισσοκόμο.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, όπως ανέφερε στο BD ο Αναστάσιος Ποντίκης, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδας, «αυτό δεν μας επιτρέπει μετά τις 10 το πρωί να το χρησιμοποιούμε. Αν δεν μπορούμε να δουλέψουμε μετά τις 10 το πρωί δεν μπορούμε να δουλέψουμε καθόλου. Επίκειται ένα ραντεβού με τον υπουργό Πολιτικής Προστασίας την επόμενη εβδομάδα μετά από αίτημά μας για να δούμε τι θα γίνει. Το δάσος δεν κινδυνεύει από εμάς. Εμείς είμαστε τα μάτια της πολιτείας μέσα στο δάσος, εμείς ζούμε μέσα σε αυτό και αν δεν έχουμε δυνατότητα να δουλέψουμε δεν μπορούμε να παράγουμε».
«Δεν είμαστε εμπρηστές εμείς το δάσος το αγαπάμε, ζούμε από το δάσος και το προστατεύουμε και με τον τρόπο μας αλλά και με τη δουλειά που κάνουμε, καθώς η μέλισσα είναι αυτή που αναζωογονεί το δάσος με την επικονίαση και του δίνει ζωή. Θα έπρεπε με μια διαφορετική οπτική να μας αντιμετωπίζουν και να αλλάξει αυτή η νομοθεσία», επισήμανε ο πρόεδρος της ΟΜΣΕ.
Υπερβολικά αυξημένο κόστος παραγωγής
Όπως τόνισε στο BD ο κ. Ποντίκης, οι μελισσοκόμοι έχουν μεγάλο πρόβλημα με τα κοστολόγια των καυσίμων, γιατί ως νομαδική δραστηριότητα μετακινούνται πάρα πολύ συχνά και το κόστος του πετρελαίου είναι δυσβάσταχτο και πολύ δύσκολα μπορούν να το καλύψουν.
Παράλληλα, η κλιματική αλλαγή με τα ακραία καιρικά φαινόμενα επηρεάζει και τις μέλισσες, οι οποίες δεν μπορούν να συλλέξουν την τροφή τους σε συνθήκες ακραίου καύσωνα ή πλημμυρών και οι μελισσοκόμοι αναγκάζονται να τροφοδοτούν με μελισσοτροφές, οι τιμές των οποίων έχουν εκτοξευτεί τα τελευταία χρόνια. Επίσης, οι τιμές στα συσκευαστικά και τα αναλώσιμα έχουν ανέβει πολύ. «Έτσι το κόστος παραγωγής έχει φτάσει γύρω στα 5 ευρώ το κιλό, με την τιμή που αγοράζει ο έμπορος στη χονδρική να κυμαίνεται στα 4 ευρώ. Με αυτά τα κοστολόγια και αυτή την τιμή εμπορίας οι μελισσοκόμοι αδυνατούν να αντεπεξέλθουν και αδυνατούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους», τόνισε ο κ. Ποντίκης.
Για το κόστος παραγωγής πέρυσι έλαβαν από την πολιτεία μια οικονομική ενίσχυση, το ίδιο ευελπιστούν να γίνει και φέτος για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
«Φρένο» στις ελληνοποιήσεις
Η περσινή χρονιά, το 2023, ήταν η χειρότερη από άποψη παραγωγής μελιού, καθώς η παραγωγή στην Ελλάδα ήταν κάτω γύρω στο 70%, όπως ανέφερε ο κ. Αν. Ποντίκης. Σε αυτό το πρόβλημα έρχεται να προστεθεί το ζήτημα των ελληνοποιήσεων μελιού που σε συνδυασμό με υπερβολικό κόστος παραγωγής οδηγούν τον κλάδο στον αφανισμό.
Όπως τόνισε ο κ. Ποντίκης, μεγάλες ποσότητες μελιού αγνώστου προελεύσεως εισάγονται στη χώρα μας και προσθέτοντας σε αυτές μικρές ποσότητες ελληνικού μελιού, «βαφτίζεται» ουσιαστικά το εισαγόμενο μέλι ως «ελληνικό».
«Όταν το αναλύουμε χημικά βρίσκουμε ότι το μέλι αυτό είναι ελληνικό γιατί πολύ απλά οι γυρεόκοκκοι που υπάρχουν είναι ελληνικοί επειδή από το εισαγόμενο μέλι έχουν αφαιρεθεί οι γυρεόκοκκοι με διήθηση και του δίνουν την ταυτότητα του ελληνικού. Αυτό πωλείται στα ράφια σε εξευτελιστικές τιμές ή ακόμα και σε ακριβές τιμές, αφού εμφανίζεται ως ελληνικό, αλλά το θέμα είναι ότι μένουν τα ελληνικά μέλια απούλητα», επισήμανε ο κ. Ποντίκης για να συμπληρώσει ότι σε πολλές περιπτώσεις τα μέλια αυτά επανεξάγονται στην διεθνή αγορά ως ελληνικά, ενώ τα δικά μας μένουν εδώ.
Μόνος τρόπος για να λυθεί αυτό το πρόβλημα είναι η εντατικοποίηση των ελέγχων των εισαγωγών και των αποθηκών, να γίνει ιχνηλασιμότητα. Αυτό μόνο η κρατική βούληση μπορεί να το λύσει σε συνεργασία με την Ομοσπονδία Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδας.
Μάλιστα όπως τόνισε στο BD ο κ. Ποντίκης είναι συγκεκριμένες οι χώρες που εξάγουν τις μεγάλες ποσότητες μελιού στη διεθνή αγορά και τις εξάγουν όχι με την ταυτότητα τη δική τους αλλά μέσω άλλων κρατών.
«Ο Έλληνας παραγωγός στο ράφι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, όταν το μέλι που έχει να ανταγωνιστεί έχει ετικέτα αλλοδαπής αλλά όχι ελληνοποιημένο. Δεν μας πειράζει να υπάρχει μέλι από το εξωτερικό από τη στιγμή που αναγράφεται στην ετικέτα», τόνισε.
Δημοσίευση σχολίου