Η παρούσα ανάρτηση αναφέρεται στους νέους μελισσοκόμους ή αυτούς που σκοπό έχουν να γίνουν μελισσοκόμοι και έχει ως σκοπό να εξηγήσει λίγες μελισσοκομικές έννοιες,κυρίως αυτές που θα συναντάνε συχνά,είτε σε μελισσοκομικές συζητήσεις είτε σε άρθρα.
Αρρενοτόκο: Είναι το μελίσσι που δεν έχει βασίλισσα και τον ρόλο της "μάνας" τον έχουν αναλάβει οι εργάτριες.Το αποτέλεσμα είναι ο γόνος να είναι μόνο κηφήνες.Το μελίσσι έχει ως αποτέλεσμα τον αργό αφανισμό του.
Αφεσμός: Είναι το κομμάτι του πληθυσμού,μαζί με την παλιά βασίλισσα που εγκατέλειψε τη κυψέλη έπειτα από σμηνουργία.
Σμηνουργία: Είναι ο φυσικός πολλαπλασιασμός του μελισσιού και έχει ως αποτέλεσμα τον χωρισμό του μελισσιού, με ένα κομμάτι να εγκαταλείπει(αφεσμός) την κυψέλη.
Παραφυάδα: Είναι το μελίσσι που δημιουργούν οι μελισσοκόμοι,παίρνοντας από μια κυψέλη λίγο γόνο,μέλισσες και πιθανόν τη βασίλισσα ή δίνοντας μια καινούργια γονιμοποιημένη ή ένα βασιλικό κελί ή ανοιχτό γόνο για δημιουργία βασιλικού κελιού.Με τις παραφυάδες επιτυγχάνεται αύξηση του μελισσοκομείου
Λεηλασία: Είναι η "επίθεση" κάποιων μελισσών από άλλες κυψέλες σε μια κυψέλη,με σκοπό την καταλήστευση της αποθήκης μελιού του συγκεκριμένου μελισσιού που δέχεται την επίθεση.Το αποτέλεσμα είναι πολύ άσχημο με πολλές νεκρές μέλισσες και πιθανόν θανάτωσης και της βασίλισσας.
Ορφανό: Ορφανό λέμε ένα μελίσσι που δεν έχει μέσα βασίλισσα.Το ορφανό μελίσσι δεν έχει γίνει ακόμα αρρενοτόκο και μπορεί να δεχτεί μια βασίλισσα(γονιμοποιημένη ή κελί)
Ανεβάζω ορόφους: Βάζω πατώματα στα δυνατά μελίσσια έτσι ώστε να έχουν χώρο για μέλια και καθώς για να καταστέλλω την σμηνουργία.
Ανθοφορία ή πεύκο δίνει: Όταν υπάρχει μεγάλη νεκταροέκκριση στην συγκεκριμένη ανθοφορία (ή στο πεύκο).
Απολεπίσματα: Το κερί που χρησιμοποιούν οι μέλισσες για να σφραγίζουν το μέλι μέσα στις κερήθρες, ποιοτικά το πιο αγνό κερί.
Ασκοσφαίρωση ή Κιμωλίαση ή Ασβεστώδης γόνος: Ασθένεια του γόνου των μελισσών.
Βάμμα Πρόπολης: Διάλειμμα οινοπνεύματος και πρόπολης με θεραπευτικές ιδιότητες.
Βανίλια: Στερεή τροφή για μέλισσες (επεξεργασμένη με θέρμανση και ψύξη) που αποτελείται από νερό και ζάχαρη, το γνωστό υποβρύχιο και φοντάν.
Βαρρόα: Παράσιτο του πληθυσμού και του γόνου των μελισσών.
Βασιλικά κελιά: Τα υπερμεγέθη κελιά που προορίζονται για γόνους που θα εκκολαφθούν σε βασίλισσες.
Βασιλικό διάφραγμα: Διάφραγμα που επιτρέπει την διέλευση εργατριών ανάμεσα του αλλά όχι της βασίλισσας (και των κηφήνων) με σκοπό την αύξηση της παραγωγής μελιού ή την συνένωση δύο μελισσιών χωρίς ταυτόχρονη θανάτωση μιας από τις δύο βασίλισσες.
Βασιλικός πολτός: Η τροφή της βασίλισσας που την διαφοροποιεί από τις άλλες κάστες του μελισσιού, αποτελεί φυσικό αναβολικό.
Βασιλοτροφία: Η διαδικασίες, τεχνικές, και μέσα για την δημιουργία βασιλισσών είτε για παραγωγή βασιλικού πολτού είτε για παραγωγή βασιλισσών για εμπορία ή ίδια χρήση.
Γκορτσία: Η αγριαχλαδιά (αγριαπιδιά).
Γόνεμα: Η κατάσταση στην οποία το μελίσσι έχει γόνο και πληθυσμό.
Γόνος: Οι προνύμφες των μελισσών (το στάδιο ανάμεσα στα αυγά και το ώριμο έντομο), χωρίζεται σε ακάλυπτο και καλυμμένο.
Γυρεοπαγίδα: Συσκευή που τοποθετείται στην είσοδο της κυψέλης με σκοπό την συλλογή γύρης.
Γυρεοπίτα: Στερεή τροφή για μέλισσες (επεξεργασμένη χωρίς θέρμανση) που αποτελείται από νερό, άχνη ζάχαρη, μέλι και γύρη.
Δεκαράκι: Κυψέλη (γονοφωλιά) που έχει δεκαρίσει σε πλαίσια και πληθυσμό.
Διπλός εμβολιασμός: Μέθοδος αύξησης της ποσότητας τροφής της βασίλισσας έτσι ώστε να αναπτυχθεί περισσότερο και καλύτερα.
Δουλεύει ο εργάτης: Όταν υπάρχει έντονη δραστηριότητα του εργάτη (Marchalina hellenica) των πεύκων (στο να απομυζεί σάκχαρα και χυμούς από τα πεύκα και να αποβάλει το πλεόνασμα με την μορφή μελιτώματος το οποίο το παίρνουν οι μέλισσες για να κάνουν το πευκόμελο).
Εικοσάρι: Κυψέλη που έχει προστεθεί και πάτωμα και έχει 20 πλαίσια και ανάλογο πληθυσμό.
Ζαχαροζύμαρο: Στερεή τροφή για μέλισσες (επεξεργασμένη χωρίς θέρμανση) που αποτελείται από νερό, άχνη ζάχαρη, και μέλι ή σιρόπι .
Η μάνα κεντάει: Η βασίλισσα έχει μεγάλη ικανότητα στην γέννα (και ταυτόχρονα βρίσκει το μελίσσι) με αποτέλεσμα να υπάρχουν ολόκληρα πλαίσια με γόνο μόνο.
Ίσκα: Μανιτάρι που μεγαλώνει στους κορμούς των δέντρων και όταν καίγεται στο καπνιστήρι μπορούν οι καπνοί του να ηρεμούν τις μέλισσες.
Καβαλίνες: Καύσιμη ύλη που χρησιμοποιούν κυρίως παλιοί μελισσοκόμοι και που προέρχεται από τα περιττώματα φυτοφάγων ζώων (άλογα, αγελάδες), η ύπαρξη μεγάλου ποσοστού φυτικών ινών μέσα τους έχει τη ικανότητα να κρατά το καπνιστήρι αναμμένο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Καπνιστήρι: Ο καλύτερος φίλος του Μελισσοκόμου, το βασικότερο εργαλείο του μελισσοκόμου, χρήση του είναι να ηρεμεί τις μέλισσες για να κάνει τους μελισσοκομικούς του χειρισμούς.
Κάψιμο ανθοφοριών: Παύση νεκταροέκκρισεων από ευαίσθητες ανθοφορίες σε νότιους ανέμους (πχ παλιούρι, θυμάρι κ.α.).
Κεραλοιφή: Κρέμα (αλοιφή) που γίνεται με λάδι (ελαιόλαδο, αμυγδαλέλαιο, σπαθόλαδο κ.α.), κερί από απολεπίσματα, και αιθέρια έλαια, το γνωστό φτιασίδι.
Κηρόπανο: Ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος (Συνήθως Ντένιμ τζιν) που χρησιμοποιείται τον χειμώνα για να κρατιέται ζεστή η κυψέλη και το μελίσσι.
Κηφηνοκερήθρα: Κερήθρα με μεγαλύτερα κελιά από τις συνηθισμένες έτσι ώστε να χτίσουν σε αυτές οι μέλισσες κηφηνοκελιά, χρήση της η καταπολέμηση της Βαρρόα και η αποθήκευση μεγαλύτερης ποσότητας μελιού.
Κόβω παραφυάδες: Η διαδικασία χωρίσματος (και αναπαραγωγής) του μελισσιού από τον μελισσοκόμο.
Κουτιά: Οι κυψέλες και πιο συγκεκριμένα οι κυψέλες που δεν έχουν ακόμα περαστεί κλειδιά.
ΠΗΓΗ:
Δημοσίευση σχολίου