Εισαγωγή
Η συστηματοποιημένη αντιμετώπιση των
παρασίτων, ζωικών ή φυτικών, που προκαλούν βλάβες στη γεωργία και στην
κτηνοτροφία, υπαγορεύει σήμερα τη χρησιμοποίηση πλήθους χημικών ουσιών, των
γνωστών παρασιτοκτόνων.
Στην Ελλάδα, με τη ραγδαία ανάπτυξη της
γεωργίας και με την εφαρμογή οργανωμένων καλλιεργειών και θερμοκηπίων, η χρήση
των παρασιτοκτόνων είναι πολύ διαδεδομένη και πολλές φορές αλόγιστη. Τα
εντομοκτόνα αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες κατηγορίες των παρασιτοκτόνων
φαρμάκων και έχουν την ιδιότητα να καταπολεμούν κάθε ανεπιθύμητο φυτικό ή ζωικό
οργανισμό. Η ιδιότητά τους να ελέγχουν τις διάφορες νόσους έχει σώσει
εκατομμύρια ζωές και έχει προστατέψει εκατομμύρια ανθρώπων από διάφορες
παρασιτικές νόσους, όπως π.χ. από την ελονοσία από το 1945 και μετά.
Αν και τα εντομοκτόνα φάρμακα έχουν
επιφέρει πραγματικά τεράστια οφέλη στη Δημόσια Υγεία και στην παγκόσμια
οικονομία, εν τούτοις η χρήση τους έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα, όπως είναι
η ρύπανση των τροφίμων με τα υπολείμματά τους, η ανάπτυξη αντοχής εκ μέρους των
παρασίτων, η δημιουργία νέων παρασίτων και κυρίως η ακούσια καταστροφή ωφέλιμων
εντόμων.
Το τελευταίο οφείλεται στο γεγονός ότι τα φάρμακα αυτά ασκούν την
τοξική τους δράση όχι μόνο στα ανεπιθύμητα παράσιτα, αλλά και στους ωφέλιμους
οργανισμούς, όπως είναι οι μέλισσες, που δεν αποτελούν στόχους, οι οποίοι όμως
συνυπάρχουν στο περιβάλλον μαζί με τους ανεπιθύμητους οργανισμούς. Παρ΄ όλα
αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα πλεονεκτήματα από τη χρήση των εντομοκτόνων
αντισταθμίζουν τις βλάβες που προκαλούν στους ζωικούς οργανισμούς και στο
περιβάλλον.
Τα συνηθέστερα εντομοκτόνα είναι οι
αναστολείς της χολινεστεράσης, που χρησιμοποιούνται ως εντομοκτόνα ή
ακαρεοκτόνα επαφής ή ως διασυστηματικά φυτοφάρμακα, περιλαμβάνουν δε τους
οργανοφωσφορικούς και τους καρβαμιδικούς εστέρες. Το 90% των χρησιμοποιουμένων
σήμερα εντομοκτόνων φαρμάκων αποτελείται από τους αντιχολινεστερασικούς
παράγοντες.
Η μελισσοκομία έχει μεγάλη παράδοση στην
Ελλάδα από τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους και αποτελεί μία σημαντική πηγή
εισοδήματος για την πατρίδα μας. Όμως, τα διάφορα εντομοκτόνα φάρμακα που
χρησιμοποιούνται για αεροψεκασμούς από το Υπουργείο Γεωργίας για την
καταπολέμηση του δάκου της ελιάς, κατά την ψεκαστική ιδιαίτερα περίοδο των
ελαιώνων, αποτελούν μόνιμη απειλή για τις μέλισσες και συχνά καταστρέφουν
ολόκληρα μελίσσια, διαταράσσουν το οικοσύστημα και έχουν δυσμενείς επιπτώσεις
στην υγεία του ανθρώπου και στην οικονομία της χώρας. Για το λόγο αυτό, η
διερεύνηση της αιτίας θανάτου των μελισσών από αντιχολινεστερασικά εντομοκτόνα
έχει μεγάλη αξία και σημασία, αφού συμβάλει στη διαφορική διάγνωση από τις
ασθένειες των μελισσών και στη λήψη μέτρων για την προστασία των μελισσών.
Το «ιδανικό» εντομοκτόνο θα ήταν εκείνο
που θα είχε υψηλή τοξικότητα για το δεδομένο παράσιτο, αλλά συγχρόνως θα ήταν
ασφαλές για τις άλλες μορφές ζωής με τις οποίες θα ερχόταν σε επαφή, αλλά
δυστυχώς ένα τέτοιου είδους εκλεκτικό εντομοκτόνο δεν υπάρχει. Η εκλεκτική
χρήση των εντομοκτόνων δεν είναι απλή. Στις περισσότερες περιπτώσεις απαιτείται
γνώση όχι μόνο του παρασίτου-στόχου, αλλά και των δευτερευόντων παρασίτων και
των ωφέλιμων ειδών. Έτσι οι ερευνητές κατευθύνουν τις προσπάθειές τους προς τη
σύνθεση και τη χρήση περισσότερο ασφαλών εντομοκτόνων για τα έντομα τα
ευεργετικά για τη γεωργία, όπως είναι οι μέλισσες.
ΑΝΤΙΧΟΛΙΝΕΣΤΕΡΑΣΙΚΑ ΕΝΤΟΜΟΚΤΟΝΑ
Οργανοφωσφορικοί εστέρες
Οι οργανοφωσφορικοί εστέρες έχουν δύο
χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Πρώτον, είναι πολύ περισσότερο τοξικοί για τα
σπονδυλωτά σε σύγκριση με τα χλωριωμένα εντομοκτόνα και δεύτερον, είναι από
χημικής απόψεως ασταθείς ενώσεις, που διασπώνται σε λίγες ώρες ή ημέρες ή λίγες
εβδομάδες μετά την εφαρμογή τους.
Τα περισσότερα οργανοφωσφορικά
εντομοκτόνα δρουν και εξ επαφής και διασυστηματικά, δηλαδή έχουν την ικανότητα
να διεισδύουν στα φύλλα των φυτών, επομένως η εναπόθεσή τους στην άνω επιφάνεια
των φύλλων μπορεί να επηρεάσει ακόμη και τα έντομα που βρίσκονται στην κάτω
επιφάνεια των φύλλων. Επίσης, απορροφώνται από το ψεκαζόμενο φύλλωμα ή από το
έδαφος μέσω του ριζικού συστήματος του φυτού και φθάνουν στο αγγειώδες σύστημά
του. Οι ενώσεις αυτές είναι κυρίως αποτελεσματικές εναντίον των παρασίτων που
διατρέφονται με τους χυμούς των φυτών, όπως είναι οι αφίδες (μελίγγρα).Τα
περισσότερα είναι βλαβερά για τα ωφέλιμα για τη γεωργία έντομα, όπως είναι οι
μέλισσες.
Οι οργανοφωσφορικοί εστέρες αναστέλλουν
την ακετυλοχολινεστεράση και την ψευδοχολινεστεράση μέσω της φωσφορυλίωσής τους
και η τοξική τους δράση σχετίζεται με τη διέγερση των χολινεργικών υποδοχέων.
Οι εστέρες αυτοί ευθύνονται συχνότερα για τους θανάτους των μελισσών, σε
σύγκριση με τα άλλα παρασιτοκτόνα.
Καρβαμιδικοί εστέρες
Τα καρβαμιδικά εντομοκτόνα δεν είναι
εντομοκτόνα ευρέως φάσματος, είναι λιγότερο σταθερά από τα οργανοφωσφορικά
εντομοκτόνα και λιγότερο επιβλαβή για τον άνθρωπο. Δεν συσσωρεύονται στο ζωικό
λίπος και η τοξικότητά τους ποικίλλει από πολύ χαμηλή μέχρι πολύ υψηλή. Τα
εντομοκτόνα αυτά αναστέλλουν την ακετυλοχολινεστεράση (AChE), την
ψευδοχολινεστεράση (BuChE) και τις αλιεστεράσες και η κλινική εικόνα της
δηλητηρίασης με αυτά είναι η χαρακτηριστική δηλητηρίαση που εκδηλώνεται με τη
συσσώρευση εστέρων της χολίνης. Η κύρια διαφορά μεταξύ των οργανοφωσφορικών και
των καρβαμιδικών εντομοκτόνων είναι ότι τα πρώτα προκαλούν μη αντιστρεπτή
αναστολή των χολινεστερασών, ενώ τα δεύτερα αντιστρεπτή.
Οι καρβαμιδικοί εστέρες δεν αφήνουν
σταθερά υπολείμματα στο περιβάλλον, αλλά αν χρησιμοποιούνται αλόγιστα είναι
πιθανό να προκαλέσουν περιβαλλοντικά προβλήματα. Μερικά από τα συνήθη οικιακά
παράσιτα, όπως η οικιακή μύγα και η κατσαρίδα έχουν μία σχετική ανοσία στους
καρβαμιδικούς εστέρες, ενώ οι μέλισσες είναι εξαιρετικά ευαίσθητες στα
εντομοκτόνα αυτά και ειδικότερα ο καρβαμιδικός εστέρας carbaryl , είναι πολύ
τοξικός για τις μέλισσες.
ΧΟΛΙΝΕΣΤΕΡΑΣΕΣ ΤΩΝ ΕΝΤΟΜΩΝ
Οι χολινεστεράσες των εντόμων έχουν
προσελκύσει το ενδιαφέρον των ερευνητών, αφού η αναστολή της δραστηριότητάς
τους αποτελεί τον πιθανό μηχανισμό δράσης των αντιχολινεστερασικών
εντομοκτόνων. Ειδικότερα, η αναστολή της AChE και της BuChE έχει μεγάλη σημασία
σε περιπτώσεις δηλητηριάσεων με οργανοφωσφορικά και καρβαμιδικά εντομοκτόνα. Οι
χολινεστεράσες είναι σημαντικά ένζυμα του νευρικού ιστού των μελισσών και όπως
είναι γνωστό, αναστέλλονται από τους οργανοφωσφορικούς και τους καρβαμιδικούς
εστέρες, η αναστολή δε αυτή αποτελεί διαγνωστικό σημείο της δηλητηρίασης των
μελισσών από τους εστέρες αυτούς.
Στις μέλισσες η νευρομυική σύναψη δεν
είναι χολινεργική, όπως συμβαίνει στα θηλαστικά. Οι μόνες χολινεργικές συνάψεις
που είναι γνωστές στις μέλισσες συναντώνται στο ΚΝΣ. Η υψηλή δραστηριότητα
αυτών των ιστών σε AChE αποδεικνύει την παρουσία της νευροδιαβιβαστικής ουσίας
ακετυλοχολίνης και το σπουδαίο ρόλο της στο ΚΝΣ και υποστηρίζει τη χολινεργική
διαβίβαση των ερεθισμάτων. Η AChE συναντάται στους νευρικούς ιστούς της
μέλισσας (Apis mellifica L.) σε πολύ υψηλές συγκεντρώσεις και ομοιάζει με το
ένζυμο εκείνο που συναντάται στον εγκέφαλο των σπονδυλωτών. Η μεγαλύτερη
ποσότητά της εντοπίζεται στην κεφαλή και συνήθως στο σύνθετο οφθαλμό και στα
οφθαλμίδια της μέλισσας. Στις συνάψεις τα ερεθίσματα μεταδίδονται με την
ακετυλοχολίνη, η οποία στη συνέχεια διασπάται από το ένζυμο AChE, με σκοπό τον
καθαρισμό της σύναψης για την επόμενη νευροδιαβίβαση.
Η AChE έχει δύο ενεργά κέντρα, το
εστερασικό και το ανιονικό και υδρολύει το υπόστρωμα ακετυλοχολίνη. Η BuChE
έχει μικρότερη εξειδίκευση σε σύγκριση με την AChE και διασπά το υπόστρωμα
βουτυρυλοχολίνη. Όμως, με αργό ρυθμό υδρολύει και την ακετυλοχολίνη.
ΟΙ ΜΕΛΙΣΣΕΣ ΩΣ ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ
Η συστηματική γεωργία και η αστική
ανάπτυξη οδήγησαν στη μείωση του πληθυσμού των μελισσών, οι οποίες έχουν
χρησιμοποιηθεί ως βιολογικοί δείκτες για την ανίχνευση της περιβαλλοντικής
ρύπανσης, που περιλαμβάνει τη ρύπανση του αέρα, του εδάφους και των φυτών.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους οι
μέλισσες συλλέγουν χώμα, νερό, νέκταρ και γύρη από πολύ μεγάλες αποστάσεις και
με τον τρόπο αυτό αποτελούν αξιόπιστους δείκτες της παρουσίας τοξικών ουσιών
στο περιβάλλον. Οι μέλισσες μπορεί να πεθάνουν αμέσως μετά την επαφή τους με τα
εντομοκτόνα και με τους χημικούς ρυπαντές, όπως π.χ. είναι τα τοξικά μέταλλα.
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, έχει παρατηρηθεί μεγάλη θνησιμότητα των μελισσών σε
περιοχές που βρίσκονται πλησίον εργοστασίων που εκπέμπουν στο περιβάλλον καυσαέρια
που περιέχουν αρσενικό ή μόλυβδο. Οι μέλισσες που ρυπαίνονται με τον τρόπο
αυτό, τα υλικά που συλλέγουν οι μέλισσες (π.χ. γύρη) και τα υλικά που παράγουν
οι μέλισσες (π.χ. μέλι) αναγνωρίζονται σήμερα ως χρήσιμοι δείκτες της παρουσίας
ειδικών ρυπαντών στο περιβάλλον στο οποίο κινούνται οι μέλισσες.
ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΛΙΣΣΩΝ
Η ανάπτυξη της γεωργίας με τη χρήση των
αγροτικών μηχανημάτων μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και των ψεκαστικών
αεροπλάνων που εξυπηρετούν τον ψεκασμό με γεωργικά φάρμακα μεγάλων εκτάσεων
καλλιεργειών, οδήγησε στην αύξηση της χρήσης των χημικών εντομοκτόνων, σε τρόπο
ώστε να προκαλούνται δηλητηριάσεις σε κατοικίδια ζώα, σε άγρια ζώα, σε ωφέλιμα
για τη γεωργία έντομα και στον άνθρωπο. Κάθε χρόνο πολλές αποικίες μελισσών
καταστρέφονται από τη χρήση των εντομοκτόνων.
Οι απώλειες αυτές έχουν
οικολογικές και κοινωνικές προεκτάσεις και αναγκάζουν το μελισσοπαραγωγό να
απομακρύνει τις κυψέλες του από τις περιοχές όπου επιτελείται εντομοκτονία και
που θεωρούνται περιοχές υψηλού κινδύνου για τις μέλισσες ή ακόμη και να
εγκαταλείψει το επάγγελμά του, λόγω της οικονομικής καταστροφής στην οποία
συχνά οδηγείται.
Οι καλλιεργητές που καλλιεργούν φυτά που γονιμοποιούνται με
έντομα (μηλιές, βατόμουρα, κολοκυνθοειδή και πολλά άλλα) παρατηρούν μείωση της
σοδιάς τους, λόγω της θανάτωσης των μελισσών από τα εντομοκτόνα,με αποτέλεσμα
να αυξάνουν με τη σειρά τους τις τιμές των αγροτικών προϊόντων.
Ένα άλλο
πρόβλημα είναι οι κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις που δέχονται οι
καλλιεργητές και οι μελισσοπαραγωγοί για να παράγουν όσο το δυνατόν περισσότερα
προϊόντα σε όσο το δυνατόν λιγότερη γη, αφού ένα μεγάλο ποσοστό της
καλλιεργήσιμης γης έχει καταληφθεί από εμπορικά κέντρα, συγκροτήματα κατοικιών,
αυτοκινητόδρομους, εργοστάσια και από άλλες εγκαταστάσεις που προέρχονται από
την εκβιομηχανοποίηση και την αλλαγή του τρόπου ζωής του ανθρώπου. Επομένως,
πολλοί μελισσοπαραγωγοί εγκλωβίζονται σε περιοχές εντατικής γεωργίας, όπου η
έκθεση των μελισσών στα εντομοκτόνα είναι μεγάλη και αναπόφευκτη, ή εφόσον η εντομοκτονία
είναι έντονη στις περιοχές αυτές, αυτόματα ο μελισσοπαραγωγός αποκλείεται από
τις εκτάσεις αυτές, με αποτέλεσμα η παραγωγή του σε μέλι να μειώνεται.
Από τη δεκαετία του 1960 η χρήση των
οργανοφωσφορικών και των καρβαμιδικών εντομοκτόνων αυξήθηκε σημαντικά και το
γεγονός αυτό οδήγησε στη μείωση του πληθυσμού των μελισσών και των άλλων
εντόμων με γονιμοποιητική ικανότητα. Ανάμεσα στα εντομοκτόνα αυτά, τα
οργανοφωσφορικά ευθύνονται περισσότερο για τη θανάτωση των μελισσών.
Δεν είναι όλα τα παρασιτοκτόνα
επικίνδυνα για τις μέλισσες. Σύμφωνα με μία λίστα τοξικότητας, που περιλαμβάνει
302 εντομοκτόνα επιβλαβή για τις μέλισσες, το 29% από αυτά είναι πολύ τοξικά,
το 10% μετρίως τοξικά, ενώ το 61% είναι σχετικά μη τοξικά για τις μέλισσες.
Τα εντομοκτόνα που εμφανίζουν υψηλή
τοξικότητα για τις μέλισσες δεν πρέπει να εφαρμόζονται σε καλλιέργειες που
βρίσκονται σε ανθοφορία, διότι θα προκαλέσουν σοβαρές βλάβες στις μέλισσες που
επισκέπτονται τα ανθισμένα φυτά. Η πλειονότητα των θανάτων των μελισσών προκαλείται
από εντομοκτόνα που εφαρμόζονται στις καλλιέργειες κατά τη διάρκεια της
ανθοφορίας.
Τα διάφορα σκευάσματα των εντομοκτόνων
ποικίλλουν ως προς την τοξικότητά τους έναντι των μελισσών. Κατά κανόνα τα
εντομοκτόνα υπό μορφή κόκκων δεν είναι επικίνδυνα για τις μέλισσες. Τα
σκευάσματα υπό μορφή κόνεως είναι πιο επικίνδυνα από τα πυκνά γαλακτώματα, αφού
οι κόνεις προσκολλώνται στο σώμα των μελισσών και μεταφέρονται μέχρι την
κυψέλη. Οι βρέξιμες κόνεις ξηραίνονται και μετατρέπονται σε μορφή κόνεως και με
τον τρόπο αυτό μεταφέρονται από τις μέλισσες στην κυψέλη. Κατά τον ίδιο τρόπο,
τα εντομοκτόνα υπό τη μορφή μικροκάψουλας, συλλέγονται από τις μέλισσες
παράλληλα με τη γύρη και μεταφέρονται μέχρι την κυψέλη.
Ειδικά συστατικά του ιδιοσκευάσματος,
όπως τα διαλυτικά και οι συνεργικοί παράγοντες, δεν είναι γνωστό αν έχουν υψηλή
τοξικότητα για τις μέλισσες, αν και είναι γνωστό ότι μπορούν να επηρεάσουν την
τοξικότητα των δραστικών συστατικών του παρασιτοκτόνου.
Η εφαρμογή των εντομοκτόνων στις
αγροτικές καλλιέργειες με τα ψεκαστικά αεροπλάνα αποτελεί ένα μεγαλύτερο
κίνδυνο για τις μέλισσες που βρίσκονται εν πτήσει, σε σύγκριση με την εφαρμογή
του εντομοκτόνου που γίνεται με συσκευές που κινούνται στο έδαφος, διότι με τον
αεροψεκασμό οι χημικές ουσίες διασπείρονται σε μεγάλη έκταση. Παρ' όλα αυτά, αν
ο αεροψεκασμός γίνει κατά τη διάρκεια της νύχτας που δεν κυκλοφορούν οι
μέλισσες, οι απώλειες των μελισσών είναι πολύ μειωμένες. Τούτο συμβαίνει,
αφενός διότι οι μέλισσες δεν πετούν τη νύχτα και αφετέρου διότι παρέχεται ο χρόνος
στο παρασιτοκτόνο που χρησιμοποιήθηκε να υδρολυθεί και να καταστεί λιγότερο
τοξικό για τις μέλισσες.
Η υπολειμματική δράση του εντομοκτόνου
αποτελεί ένα σπουδαίο παράγοντα για τον καθορισμό της ασφάλειάς του για τα
έντομα-γονιμοποιητές. Το εντομοκτόνο που διασπάται λίγες ώρες μετά την εφαρμογή
του μπορεί γενικά να χρησιμοποιηθεί με μικρό κίνδυνο για τις μέλισσες, εφόσον
κατά τη στιγμή της χρήσης του δεν κυκλοφορούν οι μέλισσες. Τα εντομοκτόνα που
έχουν μεγάλη υπολειμματική δράση, δηλαδή η δράση τους διαρκεί άνω των 8 ωρών,
ακόμη και όταν χρησιμοποιείται όταν οι μέλισσες δεν κυκλοφορούν, θα προκαλέσει
βλάβη στις μέλισσες που θα επισκεφθούν τα ψεκασμένα φυτά κατά τη διάρκεια της
υπολειμματικής τους δράσης. Τα εντομοκτόνα αυτά περιλαμβάνουν στο φύλλο οδηγιών
τους ειδικές οδηγίες για τη μη χρησιμοποίησή τους σε περιοχές όπου πετούν
μέλισσες. Όταν η καλλιέργεια-στόχος του εντομοκτόνου δεν βρίσκεται σε ανθοφορία
ή δεν προσελκύει τις μέλισσες, δεν σημαίνει ότι δεν κινδυνεύουν οι μέλισσες,
διότι το εντομοκτόνο μπορεί εύκολα να μεταφερθεί με τον άνεμο και να βλάψει τις
μέλισσες. Για το λόγο αυτό οι ψεκασμοί των καλλιεργειών δεν πρέπει να
επιτελούνται αν η ταχύτητα του ανέμου υπερβαίνει τα 10 mph (miles per hour),
διότι στην περίπτωση αυτή ευνοείται η διασπορά του παρασιτοκτόνου προς την
κατεύθυνση των ανθοφόρων καλλιεργειών.
Η θερμοκρασία διαδραματίζει πολύ
σημαντικό ρόλο στον κίνδυνο της δηλητηρίασης των μελισσών. Αν η θερμοκρασία
μετά την εντομοκτονία είναι ασυνήθιστα χαμηλή, τα υπολείμματα των εντομοκτόνων
μπορεί να παραμείνουν τοξικά για τις μέλισσες για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα,
απ' ότι όταν η θερμοκρασία είναι φυσιολογική. Επί πλέον, αν η θερμοκρασία είναι
υψηλή κατά τις απογευματινές ή πρωινές ώρες, οι μέλισσες είναι πιθανόν να
κυκλοφορούν ακόμη και αυτές τις ώρες, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι
πιθανότητες δηλητηρίασής τους.
Οι μέλισσες μπορεί να θανατωθούν από τα
εντομοκτόνα με τρεις τρόπους: Με την απ' ευθείας επαφή με αυτά, μέσω του
γαστρεντερικού τους σωλήνα και μέσω του αναπνευστικού τους συστήματος. Μερικά
παρασιτοκτόνα ασκούν την τοξική τους δράση με τον ένα εκ των τριών αυτών
τρόπων, ενώ άλλα δρουν με τους δύο ή και με τους τρεις προαναφερθέντες τρόπους.
Τα δηλητήρια που δρουν εξ επαφής απορροφώνται από τις μέλισσες μέσω του
δερματίου τους. Τα δηλητήρια που δρουν μέσω του γαστρεντερικού απορροφώνται
μέσω του πεπτικού σωλήνα της μέλισσας κατά τη διάρκεια της λήψης της τροφής της
ή κατά τη διάρκεια του καθαρισμού του σώματός της. Τα καπνιστικά εντομοκτόνα,
που χρησιμοποιούνται για τους υποκαπνισμούς χώρων, απορροφώνται μέσω του
αναπνευστικού συστήματος.
Η ανατομία, η φυσιολογία και η
συμπεριφορά της μέλισσας είναι τέτοια, έτσι ώστε οι μέλισσες που
δηλητηριάζονται να συμπεριφέρονται με ένα μη φυσιολογικό τρόπο. Η δηλητηρίαση
είναι συχνότερη σε μέλισσες που κυκλοφορούν. Οι μέλισσες πετούν σε μεγάλη
απόσταση γύρω από την κυψέλη τους – αν π.χ. απομακρυνθούν από την κυψέλη τους
σε απόσταση 1,5 χλμ., στην πραγματικότητα καλύπτουν πετώντας μία απόσταση 7
τετρ. χλμ.
Οι μέλισσες μεταφέρουν την τροφή τους
στην κυψέλη και με αυτή τρέφουν άλλες μέλισσες, επομένως αν η τροφή τους είναι
ρυπασμένη με εντομοκτόνα είναι πιθανό να δηλητηριάσουν και άλλες μέλισσες.
Αν
οι μέλισσες επιστρέψουν στην κυψέλη τους με ένα φορτίο νέκταρ ρυπασμένο με
εντομοκτόνα ή με δυσάρεστη οσμή, έχουν τέτοια συμπεριφορά που οι
μέλισσες-φρουροί της κυψέλης τους απαγορεύουν την είσοδο ή τις εκδιώκουν από
την κυψέλη. Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται το μέλι από τη ρύπανση. Ακόμη όμως
και στις περιπτώσεις που θα συμβεί ρύπανση από εντομοκτόνα, οι ποσότητες που
ανιχνεύονται στο μέλι είναι πολύ μικρές. Αν το εντομοκτόνο είναι ταχείας
δράσης, οι μέλισσες πεθαίνουν στον αγρό. Άλλες μέλισσες πιθανόν να επιστρέψουν
και να πεθάνουν στην κυψέλη ή σέρνονται στο έδαφος στην είσοδο της κυψέλης και
πεθαίνουν εκεί. Άλλες μέλισσες πεθαίνουν στη διαδρομή από τον ψεκασμένο αγρό
προς την κυψέλη. Οι μέλισσες μπορεί επίσης να δηλητηριασθούν από το νερό που
πίνουν στις ψεκασμένες με εντομοκτόνα περιοχές ή από τις σταγόνες νερού που
συλλέγουν από τα φυτά. Αν θανατωθούν οι μέλισσες που είναι επιφορτισμένες με το
έργο της μεταφοράς νερού στην κυψέλη, θα υπάρχει απώλεια όχι μόνο από αυτές
καθεαυτές τις μέλισσες, αλλά ολόκληρη η αποικία θα υποφέρει από την έλλειψη
νερού. Όταν οι μέλισσες αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν τροφή και νερό, πεθαίνουν
από την πείνα και την αφυδάτωση μέσα σε 6-8 ώρες.
Το πρώτο σύμπτωμα δηλητηρίασης από
παρασιτοκτόνα είναι η παρουσία μεγάλου αριθμού νεκρών μελισσών στην είσοδο της
κυψέλης, που έχουν πεθάνει πρόσφατα. Αν βρεθούν νεκρές αποικίες μελισσών, ο
μελισσοκόμος πρέπει να αποφανθεί αν ο θάνατος οφείλεται σε έλλειψη τροφής ή σε
νόσο ή σε δηλητηρίαση.
Η φυσιολογική θνησιμότητα στις υγιείς
αποικίες είναι μέχρι 100 νεκρές ενήλικες μέλισσες την ημέρα. Αν ο αριθμός
υπερβεί τις 100 την ημέρα, τότε υπάρχει υποψία δηλητηρίασης. Αν η δηλητηρίαση
είναι σοβαρή, οι νεκρές μέλισσες συσσωρεύονται στο δάπεδο της κυψέλης, αφού η
ταχύτητα συσσώρευσής τους είναι μεγαλύτερη από την ταχύτητα απομάκρυνσής τους
από την κυψέλη από τις υγιείς μέλισσες. Όσο ο πληθυσμός των μελισσών μειώνεται,
ο γόνος προοδευτικά εγκαταλείπεται και οι μικρότερες προνύμφες αρχίζουν να
αποθνήσκουν. Την ίδια χρονική στιγμή πολλές μεγαλύτερες προνύμφες σέρνονται στο
δάπεδο των κελλιών τους και πέφτουν στο δάπεδο της κυψέλης και αποθνήσκουν. Ο
σφραγισμένος γόνος αρχίζει να αποθνήσκει και τα σφραγισμένα κελλιά αρχίζουν να
σκουραίνουν. Όσο ο πληθυσμός μειώνεται, αποδιοργανώνονται και οι κηρήθρες.
Επειδή είναι απροστάτευτες από τη θερμότητα του ηλίου αρχίζουν να λειώνουν και
το μέλι αρχίζει να εκρέει από την είσοδο της κυψέλης και να απλώνεται στο
δάπεδο ανάμεσα στις νεκρές μέλισσες. Οι κηρόσκωροι γρήγορα ανακαλύπτουν την
έρημη αποικία και γεννούν τα αυγά τους στην κυψέλη και οι προνύμφες τους
γρήγορα καταστρέφουν τις κηρήθρες.
Η ποσότητα των νεκρών μελισσών είναι
πολύ μεγαλύτερη στις περιπτώσεις δηλητηριάσεων σε σύγκριση με εκείνη που
οφείλεται σε ασθένειες των μελισσών, μελέτες δε που έγιναν με μέλισσες
απέδειξαν ότι οι γηραιές μέλισσες, σε ποσοστό 90% αποθνήσκουν μακριά από την
κυψέλη, άρα με τις μελέτες αυτές αποκλείεται η πιθανότητα ο μεγάλος αριθμός των
νεκρών μελισσών να οφείλεται στη γήρανσή τους.
Σε περίπτωση δηλητηρίασης οι πληθυσμοί
των μελισσών μειώνονται τόσο πολύ, που οι αποικίες ή αποθνήσκουν ή είναι τόσο
μικρές που δεν είναι ικανές να γονιμοποιήσουν τις ανθοφόρες καλλιέργειες. Σε
μερικές περιπτώσεις, τα παρασιτοκτόνα μεταφέρονται από τις μέλισσες στην
κυψέλη, όπου είναι δυνατό να φονεύσουν τις προνύμφες, το γόνο και τις νεαρές
εργάτριες της αποικίας. Ολόκληρος ο πληθυσμός της αποικίας είναι δυνατόν να
αποθάνει σε μία τέτοια περίπτωση.
Ένα άλλο σημείο δηλητηρίασης είναι η
μεγάλη μείωση της ικανότητας των μελισσών για πτήση και για δημιουργία σμήνους.
Ένας άλλος παράγοντας που ευνοεί τη δηλητηρίαση των μελισσών είναι ο θερμός,
ξηρός και ευχάριστος καιρός, που ευνοεί το ταξίδι των μελισσών, ιδιαίτερα αν οι
αποικίες βρίσκονται σε περιοχές με καλλιέργειες σε ανθοφορία. Η μακροσκοπική
διάγνωση της δηλητηρίασης των μελισσών από εντομοκτόνα είναι ένα θέμα που
εξαρτάται από την εμπειρία των μελισσοπαραγωγών, οι οποίοι ανάλογα με τη
συχνότητα και τη χρονική διάρκεια των παρατηρήσεων των μελισσών, αποκτούν
εμπειρία και μπορούν να κάνουν διαφορική διάγνωση της δηλητηρίασης των μελισσών
από τις ασθένειες των μελισσών.
Τα τυπικά συμπτώματα της δηλητηρίασης με
οργανοφωσφορικά εντομοκτόνα είναι τα εξής:
Οι μέλισσες αποπροσανατολίζονται και
παραμένουν στην κυψέλη, όπου παραλύουν και αποθνήσκουν. Πιθανόν να κάνουν
μάταιες προσπάθειες καθαρισμού του σώματός τους, τα φτερά τους απομακρύνονται
από το σώμα, αλλά παραμένουν ανοιχτά αγκιστρωμένα. Πιθανόν να εμφανίζουν
διάταση της κοιλίας. Οι βασίλισσες πιθανόν να διακόψουν την ωοτοκία. Οι
μέλισσες είναι υγρές και ένας μεγάλος αριθμός από αυτές αποθνήσκουν στην
αποικία.
Τα τυπικά συμπτώματα της δηλητηρίασης με
καρβαμιδικούς εστέρες είναι τα εξής:
Οι μέλισσες είναι επιθετικές, με
λανθασμένες κινήσεις. Κινούνται αργά, αδυνατούν να πετάξουν, σέρνονται στο
δάπεδο και στη συνέχεια εμφανίζουν νάρκωση, που ακολουθείται από παράλυση και
θάνατο. Η ωοτοκία της βασίλισσας συχνά διακόπτεται ή είναι δυνατόν να
εμφανιστούν βασιλικά κελλιά αντικαταστάσεως. Οι περισσότερες δηλητηριασμένες
μέλισσες αποθνήσκουν στην αποικία.
Γενικά, αν ισχύουν μερικά ή όλα από τα
παρακάτω κριτήρια, υπάρχει υποψία δηλητηρίασης των μελισσών:
- Μεγάλος αριθμός νεκρών μελισσών στην είσοδο της
κυψέλης
- Επιθετική συμπεριφορά των μελισσών
- Εξαφάνιση του πληθυσμού των μελισσών
- Οι μέλισσες σέρνονται μπροστά από την κυψέλη
- Νεκρός γόνος
- Βασιλικά κελλιά αντικαταστάσεως.
Η σοβαρότητα της απώλειας των μελισσών
από τα εντομοκτόνα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες:
Από το βαθμό της τοξικότητας του
χρησιμοποιούμενου εντομοκτόνου και από την υπολειμματική του δράση
Από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος
Από την απόσταση της κυψέλης από τους
ψεκασμένους με παρασιτοκτόνα αγρούς
Από τη φαρμακοτεχνική μορφή του
χρησιμοποιούμενου εντομοκτόνου.
Η καταστροφή των εντόμων-γονιμοποιητών
είναι μία πολύ σοβαρή ανεπιθύμητη συνέπεια της χρήσης των εντομοκτόνων στις
καλλιέργειες, αφού υπολογίζεται ότι η μέλισσα γονιμοποιεί το 80% των φυλλοβόλων
οπωροφόρων, λαχανικών, χορταρικών και ελαιοπαραγωγών φυτών. Υπάρχουν πολλές
αποδείξεις ότι τα προβλήματα που προκαλούνται στη γονιμοποίηση των καλλιεργειών
από τη χρήση των εντομοκτόνων είναι πολύ μεγαλύτερα από τη μείωση της σοδειάς
που θα επροκαλείτο από τα μη ελεγχόμενα παράσιτα. Σύμφωνα με πρόσφατη
βιβλιογραφία, στην Ολλανδία στους αγρούς όπου καλλιεργείται η πατάτα
παρατηρούνται οι περισσότερες δηλητηριάσεις των μελισσών από εντομοκτόνα.
ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΩΝ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ
Εκτός από την απ' ευθείας βλάβη των
παρασιτοκτόνων στις μέλισσες, ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα είναι η καταστροφή των
φυτών που αποτελούν πηγή της γύρης και του νέκταρ, λόγω της μη γονιμοποίησής
τους και η εξαφάνιση των εντόμων-γονιμοποιητών. Αυτές οι ανεπιθύμητες συνέπειες
μειώνουν την παραγωγή μέλιτος, μειώνουν σημαντικά το εισόδημα των μελισσοκόμων
και διαταράσσουν την οικολογική ισορροπία.
Είναι απίθανο να αποφευχθούν όλες οι
δηλητηριάσεις, αλλά είναι δυνατόν να μειωθούν οι απώλειες των μελισσών, εφόσον
υπάρξει αφενός συνεργασία των μελισσοκόμων με τους καλλιεργητές και τους
ψεκαστές των καλλιεργειών και αφετέρου συμμόρφωση όλων προς τη νομοθεσία και
προς τις οδηγίες του Υπουργείου Γεωργίας.
Τα εντομοκτόνα, λόγω της μη εκλεκτικής
τους δράσης, αυξάνουν την πιθανότητα να καταστρέψουν τους οργανισμούς που δεν
είναι στόχοι της εντομοκτονίας. Τα εντομοκτόνα του μέλλοντος πρέπει να είναι
περισσότερο εκλεκτικά και η τύχη τους στο περιβάλλον να μπορεί να προβλεφθεί.
Σε μερικές χώρες η νομοθεσία απαιτεί πριν από την εφαρμογή ενός τοξικού για τις
μέλισσες εντομοκτόνου, να ενημερώνονται οι μελισσοκόμοι που έχουν τις κυψέλες
τους σε απόσταση μέχρι 1 μιλίου από την επιφάνεια εφαρμογής του εντομοκτόνου.
Αν οι μελισσοκόμοι βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη του 1 μιλίου, θα πρέπει να
μεταφέρουν τις κυψέλες τους ή να τους δοθεί προθεσμία 48 ωρών για να τις
προστατεύσουν. Οι αποικίες που βρίσκονται σε απόσταση μεγαλύτερη ή ίση του 1/4
του μιλίου από την εφαρμογή του εντομοκτόνου συνήθως υπόκεινται σε μικρή
απώλεια μελισσών. Οι αποικίες που μεταφέρονται στον ψεκασμένο αγρό 2 ή 3 ημέρες
μετά τον ψεκασμό συνήθως διαφεύγουν τον κίνδυνο. Η απόσταση ασφαλείας των
μελισσών είναι μεγαλύτερη ή ίση με 2 μίλια από τις περιοχές εφαρμογής του
εντομοκτόνου. Αν οι αποικίες δεν είναι δυνατό να μεταφερθούν, μπορούν να
προστατευθούν καλύπτοντας την κυψέλη και την είσοδό της, κατά τη διάρκεια της
ημέρας, με μία λινάτσα εμποτισμένη με νερό, αφενός για να παρεμποδίζεται η
απόδραση των μελισσών και αφετέρου για να διατηρείται δροσερή η αποικία.
Τα εντομοκτόνα δεν πρέπει να
χρησιμοποιούνται σε ανθοφόρες καλλιέργειες. Η εφαρμογή του εντομοκτόνου κατά τη
διάρκεια της ανθοφορίας επιτρέπεται μόνο εφόσον η καλλιέργεια έχει προσβληθεί
από παράσιτα που απειλούν τη σοδειά.
Επίσης, στο σημείο αυτό αξίζει να
αναφερθούν οι μέθοδοι βιολογικού ελέγχου των καλλιεργειών, που βρίσκονται εν
χρήσει στην εποχή μας. Αυτές οι μέθοδοι μειώνουν την εξάρτηση των καλλιεργητών
από τα παρασιτοκτόνα και αποτελούν μία νέα αντίληψη στον έλεγχο των παρασίτων,
που ονομάζεται ολοκληρωμένη διαχείριση παρασίτων ( Integrated Pest Management -
IPM). Αν και στο IPM περιλαμβάνονται και παρασιτοκτόνα, ο καλλιεργητής
καταφεύγει στο παρασιτοκτόνο μόνο όταν δεν έχει άλλη επιλογή. Το IPM συνήθως
δεν καταφεύγει σε χημικές ουσίες, αλλά χρησιμοποιεί παγίδες εντόμων, θηρευτές
(αρπακτικά) και παράσιτα, εντομοανθεκτικά φυτά, φυσικά παθογόνα βακτήρια, ιούς
και μύκητες, πρωτόζωα και νηματώδη, φυσικούς εχθρούς, επιλέγει συγκεκριμένες
ώρες για την καλλιέργεια και τη συγκομιδή, καθώς και γενετικές μεθόδους.
Ένας άλλος τρόπος για να μειωθεί ο
κίνδυνος από τα εντομοκτόνα στις μέλισσες είναι η εφαρμογή απωθητικών
παραγόντων, που αποθαρρύνουν τις μέλισσες να ταξιδέψουν στις καλλιέργειες για
ένα χρονικό διάστημα μετά την εφαρμογή του παρασιτοκτόνου.
Επιγραμματικά, τα προληπτικά μέτρα για
την αποφυγή της δηλητηρίασης των μελισσών είναι τα εξής:
- Γνώση του σχετικού κινδύνου των διαφόρων
εντομοκτόνων για τις μέλισσες
- Αντικατάσταση των τοξικών εντομοκτόνων από άλλα
με μικρή υπολειμματική δράση
- Χρήση του ασφαλέστερου εντομοκτόνου, κατά τον
ασφαλέστερο τρόπο, την ασφαλέστερη χρονική στιγμή
- Να υπάρχει επισήμανση στην ετικέττα για το αν το
εντομοκτόνο είναι τοξικό ή ασφαλές για τις μέλισσες
- Εκπαίδευση των καλλιεργητών για την ασφαλή χρήση
των παρασιτοκτόνων
- Παρακολούθηση των καλλιεργητών από ομάδα ειδικών
ατόμων πριν από την εκτεταμένη εφαρμογή ενός τοξικού εντομοκτόνου
- Συνεργασία μελισσοκόμων και καλλιεργητών για να
μειωθούν οι απώλειες των ωφέλιμων εντόμων στο ελάχιστο
- Οι καλλιέργειες να ψεκάζονται όταν δεν βρίσκονται
σε ανθοφορία
- Οι πολύ πρωινές και οι αργά απογευματινές ώρες
είναι οι πλέον κατάλληλες για την εφαρμογή των εντομοκτόνων, διότι τότε
δεν κυκλοφορούν οι μέλισσες
- Οι αεροψεκασμοί πρέπει να γίνονται τη νύχτα, όταν
δεν κυκλοφορούν οι μέλισσες
- Η απόσταση των μελισσών από τους υπό ψεκασμό
αγρούς πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 1-2 μίλια ή καλύτερα μεγαλύτερη από
5 μίλια
- Εκτός από τις γνώσεις εντομολογίας και γεωπονίας,
γνώσεις φυσικής και μηχανικής είναι απαραίτητες
- Οι κυβερνήσεις πρέπει να ψηφίσουν νόμο για την
προστασία των μελισσών και των άλλων εντόμων-γονιμοποιητών.
Μερικές πρακτικές οδηγίες για τους
καλλιεργητές και τους μελισσοκόμους, συνοψίζονται ως εξής:
Για τους καλλιεργητές
Μην ψεκάζετε τις ανθισμένες καλλιέργειες
Εξετάστε τους αγρούς πριν από την
εντομοκτονία για να διαπιστώσετε αν κυκλοφορούν μέλισσες
Επιλέξτε προϊόντα με μικρή υπολειμματική
δράση και φαρμακοτεχνικές μορφές χαμηλής τοξικότητας
Χρησιμοποιήστε το εντομοκτόνο όταν δεν
κυκλοφορούν οι μέλισσες
Εφαρμόστε τα ψεκαστικά προγράμματα εφόσον
το επιτρέπουν οι καιρικές συνθήκες
Να έρχεστε σε επαφή με τους επιτόπιους
μελισσοκόμους και να ενημερώνεστε για την απόστασή τους από τους αγρούς σας
Διαβάστε την ετικέττα του εντομοκτόνου
Διατηρήστε μερικές περιοχές καθαρές για
την κυκλοφορία των μελισσών.
Για τους μελισσοκόμους
Επιλέξτε περιοχές με μικρή
επικινδυνότητα από εντομοκτόνα για την τοποθέτηση των κυψελών
Να γνωρίζετε τους κινδύνους των
εντομοκτόνων
Να έχετε καλές σχέσεις με τους
καλλιεργητές
Να καταγράψετε τις μελισσοκομικές
εγκαταστάσεις
Να είσθε έτοιμοι να προστατέψετε τις
αποικίες σας
Να χορηγήσετε εκπαιδευτικό υλικό στους
καλλιεργητές.
ΤΟΞΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ
Οι μέλισσες είναι εξαιρετικά ευαίσθητες
στα αντιχολινεστερασικά εντομοκτόνα και πολύ συχνά παρατηρούνται θάνατοι των
μελισσών με αυτά. Για το λόγο αυτό η διερεύνηση της αιτίας θανάτου των μελισσών
από εντομοκτόνα και η διαφορική διάγνωση από τις ασθένειες των μελισσών έχει
μεγάλη σημασία, αφού πολλές αποικίες μελισσών κάθε χρόνο δηλητηριάζονται από
παρασιτοκτόνα.
Αν ο μελισσοκόμος υποπτευθεί
δηλητηρίαση, πρέπει να επιβεβαιώσει την υποψία του αυτή και να ταυτοποιήσει το
εντομοκτόνο το υπεύθυνο για τη δηλητηρίαση, λαμβάνοντας ένα δείγμα νεκρών
μελισσών και αποστέλλοντάς το για τοξικολογική και παθολογική εξέταση στα
ειδικά κρατικά εργαστήρια. Η ανάλυση πρέπει να διενεργηθεί πολύ γρήγορα μετά το
θάνατο των μελισσών, αφενός για να μη μειωθούν, λόγω υδρόλυσης, τα υπολείμματα
των παρασιτοκτόνων στον οργανισμό των μελισσών και αφετέρου για να αποφευχθεί η
σήψη των μελισσών.
Eπειδή ο προσδιορισμός αυτών καθ’εαυτών
των αντιχολινεστερασικών εντομοκτόνων στις μέλισσες είναι δύσκολος, αφενός
διότι οι μέλισσες είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι οργανισμοί και μπορεί να υποστούν
θανατηφόρο δηλητηρίαση ακόμη και μετά την εισπνοή εντομοκτόνων σε ίχνη και αφ’
ετέρου λόγω της ταχείας υδρόλυσης των ουσιών αυτών στον οργανισμό της μέλισσας,
προτιμάται η εφαρμογή ενός έμμεσου προσδιορισμού των εντομοκτόνων αυτών, που
αφορά τη μέτρηση των χολινεστερασών της μέλισσας και ειδικότερα της
ακετυλοχολινεστεράσης και της ψευδοχολινεστεράσης στις κεφαλές των μελισσών.
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών
εξετάσεων πρέπει να αξιολογούνται από έμπειρο τοξικολόγο, ο οποίος σε
συνεργασία με τους μελισσοκόμους θα συμβάλει στη διάγνωση της δηλητηρίασης των
μελισσών.
Είναι βασικό ο μελισσοκόμος να
συμπληρώσει ένα λεπτομερές ερωτηματολόγιο για τις συνθήκες της δηλητηρίασης και
το ιστορικό των μελισσών. Οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο αυτό πιθανόν να
αποτελέσουν μέρος νομικής διεκδίκησης μεταξύ αγροτών και μελισσοκόμων, στην
περίπτωση που ο μελισσοκόμος απαιτήσει αποζημίωση για την απώλεια των μελισσών
του και στην περίπτωση αυτή η διάγνωση της δηλητηρίασης των μελισσών είναι ένα
αποδεικτικό στοιχείο της χρήσης παρασιτοκτόνων. Ένα συμπληρωμένο
ερωτηματολόγιο, πλήρες και ακριβές, πιθανόν να βοηθήσει όλα τα εμπλεκόμενα
πρόσωπα, όπως τους αστυνομικούς και τους δικηγόρους, που δεν είναι σχετικοί με
τα αντικείμενα της μελισσοκομίας και της φυτοπροστασίας, να προσεγγίσουν
καλύτερα το συγκεκριμένο περιστατικό.
Επίλογος
Τα εντομοκτόνα θα εξακολουθούν να
αποτελούν βασικά εργαλεία στην καταπολέμηση των παρασίτων και στην αύξηση της
αγροτικής παραγωγής. Η αλόγιστη, όμως, χρήση τους προκαλεί σοβαρές ανεπιθύμητες
ενέργειες σε διάφορες μορφές ζωής, μεταξύ των οποίων είναι και τα ωφέλιμα
έντομα, όπως οι μέλισσες, που έχουν ένα συγκεκριμένο σκοπό και ένα σπουδαίο
ρόλο μέσα στο πλαίσιο της Δημιουργίας. Για το λόγο αυτό οι καλλιεργητές πρέπει
να συνεργάζονται με τους μελισσοκόμους και αμφότεροι να σέβονται τη φύση και
όλα τα δημιουργήματά της.
Μαρία Στεφανίδου, Αναπληρώτρια
Καθηγήτρια
Εργαστήριο Ιατροδικαστικής και
Τοξικολογίας
Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δημοσίευση σχολίου