Το μελίσσι είναι κατ' αρχήν ένας πολυετής οργανισμός. Η βασίλισσα του, μπορεί να ζήσει μερικά χρόνια. Εργάτριες και κηφήνες ανανεώνονται συνεχώς στη διάρκεια κάθε έτους.
Το μελίσσι γεννιέται κατά κανόνα την άνοιξη με τη μορφή ενός αφεσμού, που ο μελισσοκόμος ονομάζει "σμάρι". Η ανάπτυξή του μελισσιού συντελείται, όταν θα έχει δημιουργηθεί ο σκελετός του. Το μελίσσι δυνητικά φτάνει στην αναπαραγωγική του ωριμότητα, όταν ήδη έχει συμπληρώσει το πρώτο έτος της ηλικίας του, οπότε δίνει γένεση σε επόμενα μελίσσια (σμάρια).
Από βιολογική καθαρά άποψη η διάρκεια ζωής του μελισσιού ταυτίζεται απόλυτα με την διάρκεια ζωής της βασίλισσας του. Ωστόσο αν κανείς δει το μελίσσι από μελισσοκομική άποψη, αν δηλαδή το θεωρήσει ως παραγωγική μονάδα, εγκατεστημένη σε μια κυψέλη, θα συνειδητοποιήσει ότι αυτό είναι αιώνιο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, καθώς αυτό δεν πεθαίνει ποτέ από γηρατειά. Αυτού του είδους η αιωνιότητα του μελισσιού οφείλεται στην ικανότητά του να ανανεώνει κάποια στιγμή και τη βασίλισσα του.
Ο θάνατος του μελισσιού επέρχεται από διάφορες άλλες αιτίες, όπως:
Από έλλειψη τροφής, από αρρώστιες, από εχθρούς, από ατυχήματα κ.λ.π.
Μια από τις ιδιομορφίες του μελισσιού είναι και το ότι η ανάπτυξή του παρουσιάζει περιοδικότητα στη διάρκεια ενός έτους. Αυξάνει δηλαδή σε μέγεθος στην περίοδο της άνοιξης και μειώνεται στη διάρκεια του χειμώνα. Αυτό το φαινόμενο είναι απόρροια του γεγονότος ότι οι νέες μέλισσες παράγονται με μεγάλη συχνότητα την άνοιξη, ενώ καθόλου το χειμώνα.
Ο πολλαπλασιασμός του μελισσιού
Παρόλο ότι η μέλισσα Α. melljfera ως είδος απέχει φυλογενετικά πάρα πολύ από την αμοιβάδα, εν τούτοις υπάρχουν μεταξύ των δυο αυτών ειδών χαρακτηριστικές ομοιότητες. Ο πολλαπλασιασμός του μελισσιού για παράδειγμα μοιάζει, έστω και από μια πρώτη ματιά μόνον, με τον πολλαπλασιασμό της αμοιβάδας. Όπως δηλαδή Το πρωτόζωο διαιρείται στα δύο, έτσι και το μελίσσι, όταν ωριμάσει αναπαραγωγικά, διαιρείται για να δώσει γέννηση σε νέα μελίσσια. Η ομοιότητα αυτή ωστόσο είναι μάλλον φαινομενική. Και τούτο διότι με τη διαίρεση της αμοιβάδας προκύπτουν δυο εντελώς όμοιοι από πλευράς γονιδιακής σύνθεσης μεταξύ τους νέοι οργανισμοί. Στην περίπτωση της Α. meJ[jfera αντίθετα οι δυο καινούριοι οργανισμοί έχουν μεν την ίδια γονιδιακή σύνθεση μεταξύ τους αλλά μόνον παροδικά. Ο αφεσμός που εγκαταλείπει τη φωλιά, διατηρεί την αρχική του σύνθεση από κληρονομική άποψη, γιατί αυτόν συνοδεύει η παλιά βασίλισσα, η οποία συνεχίζει την ωοτοκία της και στο καινούριο καταφύγιο του μελισσιού, μόλις κατασκευαστούν εκεί οι πρώτες κηρήθρες. Το τμήμα του μελισσιού που παραμένει στην αρχική φωλιά είναι στην πραγματικότητα το καινούριο μελίσσι, γιατί αυτό θα αποκτήσει την καινούρια βασίλισσα σε λίγες ημέρες μετά την αναχώρηση του αφεσμού. Και μόλις αυτή ωριμάσει και συζευχθεί, θα παράγει εργάτριες μέλισσες με καινούρια γονιδιακή σύνθεση, δεδομένου ότι η νέα βασίλισσα είναι κατά 50% μόνον όμοια με τη μητέρα της. Επιπλέον η νέα βασίλισσα θα ζευγαρώσει με καινούριους πια κηφήνες, που προέρχονται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους από άλλα μελίσσια.
Η γονιδιακή δομή του μελισσιού
Σε αντίθεση τώρα με έναν πολυκύτταρο οργανισμό, αυτόν που ονομάσαμε οργανισμό δεύτερης τάξης, το μελίσσι διαφέρει ως προς το θέμα της γονιδιακής σύνθεσης των κυττάρων τους. Στον άνθρωπο, ως παράδειγμα πολυκύτταρου οργανισμού, τα σωματικά κύτταρά του έχουν όλα τα ίδια γονίδια μεταξύ τους. Στο μελίσσι αντίθετα, τα αντίστοιχα σωματικά κύτταρα, δηλαδή οι εργάτριες, έχουν κατά ομάδες διαφορετική γονιδιακή σύνθεση, ανάλογα με τον πατέρα (κηφήνα) από τον οποίο προέρχονται. Είναι ευρύτερα γνωστό ότι μια βασίλισσα ζευγαρώνει συνήθως με περισσότερους από δέκα κηφήνες, ένα φαινόμενο που οι βιολόγοι ονομάζουν "πολυανδρία". Αντιπροσωπευτικό δείγμα σπέρματος από όλους αυτούς τους κηφήνες περιέχεται στη σπερματοθήκη της βασίλισσας, μέσα στην οποία τα σπερματοζωάρια ζουν και είναι γόνιμα για μερικά χρόνια.
Συμπεριφορά σύζευξης του μελισσιού
Όπως είναι γνωστό, οι κηφήνες με τους οποίους ζευγαρώνει μια βασίλισσα προέρχονται κατά κανόνα από άλλα μελίσσια (Winston 1987). Οι κηφήνες δεν προσέχουν καθόλου μια νεαρή και ασύζευχτη ακόμα βασίλισσα και δεν προσελκύονται από αυτήν, όσο τα αναπαραγωγικά αυτά άτομα (οι γαμέτες των μελισσιών) παραμένουν μέσα στην κυψέλη. Αντίθετα, η φυσική επιλογή λειτούργησε έτσι ώστε βασίλισσα και κηφήνες να προσελκύονται αμοιβαία και να ζευγαρώνουν μόνον κατά τη διάρκεια της πτήσης, δηλαδή εκτός κυψέλης. Και ακόμη η φυσική επιλογή έδωσε τέτοια τροπή στην εγγενή αναπαραγωγή των μελισσιών, ώστε το ζευγάρωμα να γίνεται σε ορισμένες και σταθερές από χρονιά σε χρονιά περιοχές, τους λεγόμενους "τόπους συγκέντρωσης των κηφήνων".
Σε αυτές τις περιοχές οι κηφήνες μαζεύονται από πολλές κυψέλες (μελίσσια), πολλές φορές μερικά χιλιόμετρα μακριά από τη δική τους κυψέλη, σχηματίζοντας ένα σμήνος σε ύψος πάνω από 20 μέτρα και περιμένοντας εκεί την εμφάνιση παρθένων βασιλισσών. Οι βασίλισσες προσελκύονται στις περιοχές αυτές με τις οσμές που έχουν οι φερομόνες των κηφήνων. Είναι φανερό ότι η βασίλισσα ζευγαρώνει στους τόπους συγκέντρωσης των κηφήνων σε συνθήκες αιμομιξίας, χωρίς να αποκλείονται και οι κηφήνες αδέλφια της από τη σύζευξή της αλλά με σχετικά μικρή συχνότητα.
Η συγκεκριμένη συμπεριφορά σύζευξης των μελισσιών, όπως αυτή σκιαγραφήθηκε πιο πριν, αποτρέπει σε πολύ μεγάλο ποσοστό την κλειστή συγγενική αναπαραγωγή στην κοινή μέλισσα Α. mellifera, με ευεργετικές επιπτώσεις στα επί μέρους μελίσσια αλλά και στο ίδιο το είδος ως σύνολο. Η πρώτη και πολύ σημαντική επίπτωση είναι ότι μέσα από τη συγκεκριμένη διαδικασία περιορίζονται σε ποσοστό γύρω στο 5% οι περιπτώσεις που ένα ωάριο της ζευγαρωμένης πλέον βασίλισσας θα γονιμοποιηθεί με ένα σπερματοζωάριο από κηφήνα αδελφό της. Τέτοια αβγά, παρότι γονιμοποιημένα, δίνουν γένεση σε κηφήνες, τους λεγόμενους "διπλοειδείς", οι οποίοι όμως απορρίπτονται από τις εργάτριες μέλισσες ήδη από τα πρώτα στάδια της μετεμβρυακής τους ανάπτυξης, δηλαδή ενώ ακόμη αυτοί βρίσκονται ως λάρβες (σκουληκάκια) μέσα στα ανοιχτά κελιά τους. Σε συνθήκες λοιπόν αιμομιξίας τα άδεια κελιά στις κηρήθρες ενός υγιούς κατά τα άλλα γόνου είναι πολύ λίγα, δηλαδή ο γόνος είναι συμπαγής και αυτό αποτελεί σημάδι ευρωστίας του μελισσιού.
Η δεύτερη ευεργετική επίπτωση στην κοινή μέλισσα από το σύστημα της αιμομικτικής σύζευξης είναι η μεγάλη γενετική παραλλακτικότητα μέσα στο είδος, η οποία επιτρέπει γενικά στα διάφορα είδη των έμβυων όντων (ζώων και φυτών), να προσαρμόζονται και να επιβιώνουν με μεγαλύτερη επιτυχία στις μεταβαλλόμενες συνθήκες του περιβάλλοντος.
Μιχαήλ Δ. Υφαντίδη Καθ. Μελισσοκομίας Α.Π.Θ.
Εργαστήριο Σηροτροφίας-Μελισσοκομίας, Τμήμα Γεωπονίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Δημοσίευση σχολίου