Γαλλίδα μελισσοκόμος καίει άχρηστες κυψέλες με πεθαμένες μέλισσες. [Fred Tanneau/AFP]
Η μείωση του πληθυσμού των μελισσών
είναι αισθητή σε όλον τον πλανήτη, όπως και στην Ελλάδα, με τεράστιες συνέπειες
για το οικοσύστημα και τον ίδιο τον άνθρωπο. Το φαινόμενο συνδέεται με τη χρήση
τοξικών φυτοφαρμάκων.
Στις περισσότερες χώρες του πλανήτη, ο
πληθυσμός των μελισσών έχει μειωθεί αισθητά τις τελευταίες δεκαετίες – σε
ορισμένες περιπτώσεις έχει υποδιπλασιαστεί, με την τάση να διατηρείται
μειούμενη. Οι πληθυσμοί χάνονται με πρωτοφανείς ρυθμούς, και οι συνέπειες των
απωλειών είναι πολύπλευρες για ολόκληρο το οικοσύστημα, μοιραία και για την
ανθρωπότητα. Στις ΗΠΑ, μία από τις λίγες χώρες όπου τηρούνται σχετικά
στατιστικά, ο πληθυσμός των μελισσών έχει μειωθεί κατά περίπου 40% – από το
1947 έως το 2007, όταν και έγινε λόγος για το περιβόητο «σύνδρομο κατάρρευσης
των μελισσοκοινωνιών ».
Έκτοτε ο ρυθμός των απωλειών
επιταχύνθηκε, αναγκάζοντας την επιστημονική κοινότητα να ασχοληθεί επισταμένως
με το ζήτημα. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα αισθητό και στην Ευρώπη, αλλά και στη
χώρα μας, όπου το περασμένο έτος παρατηρήθηκε μείωση του πληθυσμού των μελισσών
άνω του 15%.
«Ποιος ο λόγος της ανησυχίας;»
αναρωτιούνται κάποιοι. «Δεν χάθηκε κι ο κόσμος αν πετούν λιγότερες μέλισσες»,
θα πουν ορισμένοι.
«Ούτως ή άλλως δεν τρώω μέλι», θα αντιτάξουν οι πιο κυνικοί.
Οι ανησυχίες όμως δεν εστιάζονται (μόνο) στην ποσότητα του παραγόμενου μελιού,
που μοιραία θα μειωθεί αν δεν ληφθούν μέτρα. Η μείωση του πληθυσμού των
μελισσών εγκυμονεί πολυάριθμους κινδύνους για το σύνολο σχεδόν των καλλιεργειών
και εν τέλει για το οικοσύστημα.
Κι αν όλο αυτό σας ακούγεται ως μια αφηρημένη
οικολογική συνθηματολογία, ρίξτε μια ματιά στους πάγκους ενός μανάβικου: α)
όπως είναι σήμερα και β) όπως θα ήταν αν οι μέλισσες σταματήσουν να
γονιμοποιούν τα φυτά.
Αριστερά, οι πάγκοι της μαναβικής σε
έναν κόσμο με μέλισσες. Δεξιά, όπως θα ήταν οι πάγκοι σε έναν κόσμο χωρίς
μέλισσες. [eu.wholefoodsmarket.com]
No bees, no future
Η ενδεχόμενη εξαφάνιση των επικονιαστών
θα είχε ως συνέπεια την εξαφάνιση και περίπου 70 ειδών καλλιεργειών που
επικονιάζονται από τις μέλισσες. Στην Ευρώπη περισσότερα από 4.000 είδη
λαχανικών εξαρτώνται από αυτές. Είναι ενδεικτικό Globally, pollinators are in
decline | Center for Pollinator Research ότι δύο στα τρία φρούτα και λαχανικά
που καταλήγουν στο πιάτο μας εξαρτώνται από τους επικονιαστές, και το 80% της
επικονίασης επιτελείται από μέλισσες κάθε είδους.
Αν ο κυνικός επιμείνει στον αντίλογο ότι δεν ενδιαφέρεται ούτε για κολοκυθάκια και μελιτζάνες, ούτε για πεπόνια και φράουλες, να τον ενημερώσουμε ότι οι αλυσιδωτές συνέπειες γρήγορα θα πλήξουν και τις ζωικές τροφές που φτάνουν στο πιάτο του. Ακόμη και τη σοκολάτα. Για να μην του πούμε για το κόστος της επικονίασης, το οποίο σε παγκόσμιο επίπεδο εκτιμάται σε περίπου €300 δισ. Ούτε βέβαια για τις συνέπειες στην αγροτική οικονομία Declining Bee Populations Pose a Threat to Global Agriculture | YaleEnvironment360 και στο παγκόσμιο εμπόριο, και κατ’ επέκταση σε όλους τους άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένους τομείς.
Τα φονικά φυτοφάρμακα
Όπως προκύπτει από εκατοντάδες
επιστημονικές μελέτες παγκοσμίως, ο βασικός «εχθρός» των μελισσών είναι τα
φυτοπροστατευτικά σκευάσματα. Ειδικά ορισμένες ουσίες που χρησιμοποιούνται
ευρέως από τους καλλιεργητές στην προσπάθειά τους να θωρακίσουν τα φυτά,
πλήττουν άμεσα και καταστροφικά τους πληθυσμούς των μελισσών.
Ο Πασχάλης Χαριζάνης Εργαστήριο
Σηροτροφίας και Μελισσοκομίας | Τμήμα Επιστήμης Φυτικής Παραγωγής, καθηγητής
του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, μας εξηγεί τις σοβαρότατες επιπτώσεις της
αλόγιστης χρήσης φυτοφαρμάκων στις καλλιέργειες: «Οι τοξικώσεις των μελισσών
οφείλονται σε δύο κατηγορίες: πρώτον, στις ουσίες που βρίσκονται μέσα στις
κυψέλες από τα φάρμακα που ενδεχομένως ρίχνουν οι ίδιοι οι μελισσοκόμοι, και
δεύτερον, στις ουσίες που βρίσκονται στο περιβάλλον. Εξ’ αυτών οι πλέον
επικίνδυνες είναι οι χημικές ουσίες που προέρχονται από τα φυτοπροστατευτικά
και κυρίως τα εντομοκτόνα. Επιβλαβή, αν και λιγότερο τοξικά, είναι τα
μυκητοκτόνα και τα ζιζανιοκτόνα».
Ο κ. Χαριζάνης, που είναι επικεφαλής στο
Εργαστήριο Σηροτροφίας & Μελισσοκομίας του ΓΠΑ, επισημαίνει ότι το πρόβλημα
παραμένει εντονότατο στη χώρα μας, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται τεράστιες
απώλειες μελισσοσμηνών. «Έχουν καταγραφεί περιστατικά που ένα μελίσσι με
πληθυσμό από 15.000-20.000 μέλισσες, να μένει με μόλις 300 λόγω δηλητηριάσεων
από τοξικές ουσίες των φυτοφαρμάκων». Ο ίδιος αποδίδει το φαινόμενο στην ελλιπή
ενημέρωση των καλλιεργητών, αλλά και εν μέρει στην ανευθυνότητα των γεωπόνων.
«Θα μπορούσαν απλώς να ενημερώνουν τους γεωργούς ώστε να ψεκάζουν τις ώρες που
δεν έχουν επιστρέψει οι μέλισσες στις κυψέλες, αλλά και να πληροφορούν άμεσα
τους μελισσοκόμους ώστε να αποφύγουν τις απώλειες».
Οι περισσότεροι μελισσοκόμοι αποφεύγουν
εντελώς τις καλλιεργήσιμες περιοχές, ειδικά τις περιόδους των ψεκασμών (π.χ.
των πορτοκαλιών ή του βαμβακιού όπου καταγράφονται οι υψηλότερες
συγκεντρώσεις), αλλά ακόμη και αυτή η επιλογή δεν διασφαλίζει πλήρως τα
μελίσσια τους. Ο κ. Χαριζάνης ο οποίος εκτός από καθηγητής είναι και
μελισσοκόμος, λέει στο inside story ότι το πρόβλημα σχετίζεται και με την υψηλή
τοξικότητα των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται. «Θα μπορούσαν κάλλιστα να
χρησιμοποιούν λιγότερο τοξικές ουσίες ή να καταφεύγουν σε άλλες μεθόδους
φυτοπροστασίας που δεν πλήττουν σε τέτοιο βαθμό το οικοσύστημα. Ορισμένα
φυτοφάρμακα είναι διασυστηματικά, κάτι που σημαίνει ότι η τοξική ουσία
βρίσκεται τόσο στον χυμό, όσο και στη γύρη και το νέκταρ των φυτών. Αποτέλεσμα
είναι να προσλαμβάνεται από τις μέλισσες, οι οποίες ακόμη κι αν δεν πεθάνουν
επί τόπου ενδέχεται να μεταφέρουν την τοξική ουσία μέσα στην κυψέλη,
σκοτώνοντας με αυτόν τον τρόπο και τον γόνο». Υπάρχουν μάλιστα ουσίες που
παρουσιάζουν 7.200 φορές υψηλότερη τοξικότητα από το παλιό DDT. Ακόμη και μετά
την απαγόρευση χρήσης αυτών των φαρμάκων (τριών τύπων νεονικοτινοειδών) με
απόφαση της ΕΕ, εκφράζονται φόβοι ότι ορισμένοι καλλιεργητές ενδέχεται να
συνεχίσουν να τα χρησιμοποιούν αφενός λόγω της υψηλής αποτελεσματικότητάς τους
στη φυτοπροστασία, και αφετέρου λόγου του μεγάλου στοκ που υπάρχει ακόμη σε ορισμένες
αποθήκες.
Το ναρκωτικό των μελισσών
Εκτεταμένες επιστημονικές μελέτες
απέδειξαν ότι οι μέλισσες παρουσιάζουν συμπτώματα εθισμού στα νεονικοτινοειδή
εντομοκτόνα, με συμπεριφορές που παραπέμπουν σε ανθρώπους εθισμένους στη
νικοτίνη. Η σύγκριση δεν είναι αυθαίρετη, αφού μια μελέτη ανέδειξε ότι με την πάροδο του χρόνου οι μέλισσες προτιμούσαν
όλο και περισσότερο τα φυτά που περιείχαν νεονικοτινοειδή εντομοκτόνα. Ο
Ρίτσαρντ Γκιλ, από το Τμήμα Βιοεπιστημών του Imperial College του Λονδίνου,
δήλωσε: «Τα νεονικοτινοειδή στοχεύουν τους νευρικούς υποδοχείς των εντόμων, που
είναι παρόμοιοι με τους υποδοχείς των θηλαστικών που στοχεύει η νικοτίνη». Αντί
λοιπόν οι μέλισσες να αποφεύγουν τις ουσίες που αργά ή γρήγορα θα τις
σκοτώσουν, τις καταναλώνουν με βουλιμία. Ακριβώς όπως και οι άνθρωποι.
Χημικός πόλεμος με θύματα
τις μέλισσες
«Οι απώλειες είναι ανυπολόγιστες» λέει
στο inside story η Φανή Χατζήνα, βιολόγος και ερευνήτρια Α' του Τμήματος
ΜελισσοκομίαςInstitute of Animal Science | Hellenic Agricultural Organization
“Demeter” του ΕΛΓΟ «Δήμητρα». Παρότι στη χώρα μας δεν υπήρχαν επίσημες
στατιστικές μέχρι το 2017, για το 2018 (μετά τον χειμώνα) εκτιμάται ότι η
μείωση των πληθυσμών μελισσών φτάνει στο 15%, ενώ σε περιοχές με πολλές
καλλιεργήσιμες εκτάσεις οι απώλειες είναι κατά πολύ μεγαλύτερες. «Εκτός από τις
ορατές απώλειες, τους πληθυσμούς δηλαδή που χάνονται, καταγράφουμε και σειρά
άλλων συνεπειών στις μέλισσες που επιβιώνουν» επισημαίνει η κ. Χατζήνα.
«Η βασικότερη δευτερογενής επίπτωση των νευροτοξικών φυτοφαρμάκων πλην της μείωσης του πληθυσμού των ακμαίων μελισσών, είναι ότι πλήττουν το νευρικό σύστημά τους και το καθιστούν μη λειτουργικό. Έχουμε παρατηρήσει προβλήματα γονιμότητας, απώλεια προσανατολισμού, μειωμένη εξυγιαντική συμπεριφορά και αρκετά ακόμη ιδιαίτερα ανησυχητικά συμπτώματα».
Σημαντικές είναι οι επιπτώσεις και στις «μοναχικές» μέλισσες, οι οποίες είναι και περισσότερο ευαίσθητες. Άμεσος είναι επίσης ο κίνδυνος και για τα άλλα έντομα-επικονιαστές, όσα δηλαδή γονιμοποιούν τα φυτά, όπως οι πεταλούδες. Οι συνέπειες των τοξικών φυτοφαρμάκων δρουν αθροιστικά με τις ήδη αισθητές επιπτώσεις της γενικότερης μόλυνσης του περιβάλλοντος, της οικιστικής ανάπτυξης και της εντατικοποίησης των καλλιεργειών.
«Η βασικότερη δευτερογενής επίπτωση των νευροτοξικών φυτοφαρμάκων πλην της μείωσης του πληθυσμού των ακμαίων μελισσών, είναι ότι πλήττουν το νευρικό σύστημά τους και το καθιστούν μη λειτουργικό. Έχουμε παρατηρήσει προβλήματα γονιμότητας, απώλεια προσανατολισμού, μειωμένη εξυγιαντική συμπεριφορά και αρκετά ακόμη ιδιαίτερα ανησυχητικά συμπτώματα».
Σημαντικές είναι οι επιπτώσεις και στις «μοναχικές» μέλισσες, οι οποίες είναι και περισσότερο ευαίσθητες. Άμεσος είναι επίσης ο κίνδυνος και για τα άλλα έντομα-επικονιαστές, όσα δηλαδή γονιμοποιούν τα φυτά, όπως οι πεταλούδες. Οι συνέπειες των τοξικών φυτοφαρμάκων δρουν αθροιστικά με τις ήδη αισθητές επιπτώσεις της γενικότερης μόλυνσης του περιβάλλοντος, της οικιστικής ανάπτυξης και της εντατικοποίησης των καλλιεργειών.
Όπως εξηγεί στο inside story η κ.
Χατζήνα, η οποία είναι και συντονίστρια της Ομάδας Εργασίας «Επιπτώσεις των
φυτοφαρμάκων και μελισσοφαρμάκων στις μέλισσες» της Παγκόσμιας Συνομοσπονδίας
Μελισσοκόμων APIMONDIA, σχεδόν το σύνολο των αρνητικών συνεπειών συνδέεται με
τη μεγάλη χρήση τοξικών φυτοφαρμάκων στις αγροτικές καλλιέργειες. «Οι
επιπτώσεις των φυτοφαρμάκων στο έντομο μη-στόχος, όπως π.χ. η μέλισσα, είναι
εντονότατες», σημειώνει. «Ένα ενδεικτικό παράδειγμα σχετίζεται με τις χημικές
ουσίες που επενδύουν τον σπόρο προκειμένου να τον προστατεύσουν από εχθρούς και
μεταφέρονται στον ανθό, με αποτέλεσμα η μέλισσα να δέχεται μεγάλες ποσότητες
χημικών».
Ένα πρώτο βήμα για την προστασία των
μελισσών έγινε τον Μάιο του 2018, όταν η Κομισιόν ενέκρινε την ολική απαγόρευσηΕπίσημη
Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 30 Μαΐου 2018 τριών νεονικοτινοειδών
εντομοκτόνων, η χρήση των οποίων είχε ήδη τεθεί σε περιορισμούς προ πενταετίας.
«Η απόφαση είναι αποτέλεσμα δεκαετούς προσπάθειας πολλών επιστημόνων και
φορέων», λέει η κ. Χατζήνα. «Και σαφώς αναμένουμε τη συνέχεια».
Οι ουσίες που απαγορεύτηκαν είναι η
ιµιδακλοπρίδη (Imidacloprid), που στην Ελλάδα διατίθεται με 30 διαφορετικές
ονομασίες και χρησιμοποιείτο στις περισσότερες καλλιέργειες, η κλοθειανιδίνη
(Clothianidin), που κυκλοφορούσε στη χώρα μας με τρεις εμπορικές ονομασίες, και
η θειαμεθοξάμη (Thiamethoxam), που διατίθεται με δέκα εμπορικές ονομασίες.
Εξαιρέθηκε πάντως η χρήση εντομοκτόνων σε κλειστά θερμοκήπια, ενώ από μερικές
χώρες της ΕΕ έχει δοθεί κατ’ εξαίρεση άδεια χρήσης των συγκεκριμένων ουσιών
στην καλλιέργεια παντζαριών.
Εταιρείες που εμπορεύονται τα
σκευάσματα, όπως οι Bayer CropScience, Takeda και Syngenta, είχαν προσφύγει
κατά της απόφασης επικαλούμενες ελλιπή επιστημονική τεκμηρίωσηEFSA’s
conclusions do not justify further neonicotinoid use restrictions | BAYER
Global, αλλά η αξιολόγηση της EFSAEFSA Guidance Document on the risk assessment
of plant protection products on bees (Apis mellifera, Bombus spp. and solitary
bees) | European Food Safety Authority (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Ασφάλειας Τροφίμων)
ήταν εκ νέου αρνητική.
Σύμφωνα με σειρά ανεξάρτητων
επιστημονικών μελετών, τόσο η αιφνίδια όσο και η χρόνια έκθεση στα
νεονικοτινοειδή επηρεάζουν αισθητά την ικανότητα πτήσης των μελισσών, όπως και τον προσανατολισμό τους. H
μεγαλύτερη έρευνατου είδους κατέληξε σε εξίσου κατηγορηματικά συμπεράσματα για τη
συσχέτιση της χρήσης νεονικοτινοειδών με την υγεία των μελισσών. Το
αξιοπερίεργο είναι ότι η εν λόγω έρευνα χρηματοδοτήθηκε από την ελβετική
Syngenta και τη γερμανική Bayer CropScience. Εκπρόσωποι αμφότερων των εταιρειών
επέκριναν και αμφισβήτησαν τα συμπεράσματα της μελέτης. Υπάρχουν πάντως και
αντίθετες επιστημονικές προσεγγίσεις. Ερευνητές του Cambridge, για παράδειγμα,
θεωρούν ότι πρόκειται για
ένα «γεωργικό πρόβλημα» που δεν σχετίζεται με τη διατήρηση της βιοποικιλότητας,
παρότι και αυτοί επισημαίνουν ότι το πρόβλημα με τη μείωση των επικονιαστών
είναι θεμελιώδες.
Η πλειοψηφία πάντως θεωρεί θετικό βήμα
την απόφαση των αρμόδιων οργάνων της ΕΕ. Επισημαίνεται βέβαια ότι στην αγορά
συνεχίζουν να κυκλοφορούν φυτοπροστατευτικά με
νευροτοξικές και άλλες επικίνδυνες για τις μέλισσες ουσίες.
Όπως αναφέρει στο inside story η κ.
Χατζήνα, η απειλή για τις μέλισσες δεν έχει εξαλειφθεί, καθώς αρκετές από τις
απαγορευμένες ουσίες συνεχίζουν να συναντώνται στο έδαφος και το νερό για
αρκετούς μήνες, ίσως και χρόνια μετά την αρχική χρήση τους. Οι ανησυχίες πολλαπλασιάζονται
από το γεγονός ότι τα σύγχρονα φυτοφάρμακα αδειοδοτούνται βάσει της δόσης
(Σ.Σ.: LD50 είναι η μέση θανατηφόρος δόση της ουσίας που θανατώνει το 50% των
ατόµων κάθε οργανισµού), ενώ δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη η οδηγία της EFSA
σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τόσο η χρόνια επίδραση όσο
και οι δευτερογενείς δράσεις των υποθανατηφόρων δόσεων. Γι’ αυτό και θεωρεί
απαραίτητο να εφαρμόσουν όλα τα κράτη-μέλη την πλήρη απαγόρευση των
νεονικοτινοειδών, να μην δίνονται κατ’ εξαίρεση άδειες για χρήση τους, αλλά και
να υιοθετηθούν εναλλακτικές μέθοδοι φυτοπροστασίας και το έγγραφο καθοδήγησης
της EFSA, καθώς όπως τονίζει «υπάρχει κίνδυνος και από άλλα σκευάσματα, όπως
αυτά που περιέχουν γλυφοσάτη ή σουφλοξαφλόρ».
Δημοσίευση σχολίου