To μέλι,
ένας από τους θησαυρούς της ελληνικής γης, κατακτά όλο και περισσότερο την
προτίμηση του καταναλωτικού κοινού, ακόμη και εκτός συνόρων. Πλούσιο σε γεύση
και θρεπτικά συστατικά, αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι των φημισμένων
ελληνικών προϊόντων σε ολόκληρο τον κόσμο. Ωστόσο, όπως οι ίδιοι οι παραγωγοί
επισημαίνουν, παραμένει αναξιοποίητο, καθώς η έλλειψη ιχνηλασιμότητας και η
απουσία υποστηρικτικών προγραμμάτων προβολής του εμποδίζουν την ουσιαστική
ανάπτυξη του κλάδου. Παρά τα προβλήματα, οι νομάδες της πρωτογενούς παραγωγής
επιμένουν, καθώς γνωρίζουν την ποιοτική υπεροχή του προϊόντος, η οποία, όπως
λένε, τους διαφοροποιεί σημαντικά και μπορεί να αποτελέσει τη βάση των θετικών
προοπτικών, που χαρακτηρίζουν τον κλάδο.
H σημασία
της διατροφής στην εκτροφή των μελισσών
Η
ισορροπημένη διατροφή παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του μελισσιού, αλλά
και στην ανθεκτικότητα των μελισσών σε διάφορες ασθένειες. Επομένως, η
αναπλήρωση της τροφής που λείπει είναι αποφασιστικής σημασίας. Πολλές φορές, οι
μέλισσες εξαντλούν τα αποθέματα τροφής μέσα στην κυψέλη γρήγορα ή για κάποιον
άλλον λόγο δεν είναι σε θέση να αποθηκεύσουν πολλή τροφή μέσα σε αυτήν. Και
στις δύο περιπτώσεις, το μελίσσι θα δυσκολευτεί να επιζήσει, εάν δεν γίνει
τροφοδότηση.
Θα πρέπει
να σημειωθεί ότι σε ένα μελίσσι η βασίλισσα παίζει τον πρωταρχικό ρόλο και η
απόδοση του μελισσιού είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ποιότητά της.
Κατά τη
διάρκεια μελιτοφορίας, το μελίσσι μπορεί να συλλέγει νέκταρ και γύρη κάθε μέρα,
αλλά οι ποσότητες αυτές να μην είναι πολύ μεγάλες και, όταν συμβεί κάποια
κακοκαιρία για μερικές μέρες, τότε το μελίσσι κινδυνεύει από λιμοκτονία, επειδή
συγχρόνως εκτρέφει και πολύ γόνο.
Οι μέλισσες
πρέπει να τροφοδοτούνται στις εξής περιπτώσεις:
1. Όταν δεν
υπάρχει μέλι ή γύρη διαθέσιμη μέσα στην κυψέλη, για να διεγερθούν οι μέλισσες,
ώστε να εκθρέψουν γόνο και αυτό συμβαίνει κυρίως αργά τον χειμώνα ή νωρίς την
άνοιξη.
2. Όταν το
μελίσσι κινδυνεύει να πεθάνει από την πείνα.
3. Όταν
κάνουμε θεραπεία μιας ασθένειας και είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε το φάρμακο
μέσα στην τροφή.
4. Όταν
τοποθετούμε ένα καινούργιο σμήνος μέσα σε μία κυψέλη και πρέπει να το
βοηθήσουμε να χτίσει κηρήθρες και να εκθρέψει γόνο.
5. Όταν σε
ένα μελίσσι δίνουμε πολλά πλαίσια με φύλλα κηρήθρας και θέλουμε να χτιστούν
αυτές οι κηρήθρες γρήγορα.
6. Όταν
κάνουμε εισαγωγή μιας βασίλισσας μέσα σε ένα μελίσσι.
7. Όταν
κάνουμε βασιλοτροφία και κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής δεν υπάρχει
μελιτοφορία.
Η εξάντληση
των αποθεμάτων τροφής μέσα στην κυψέλη μπορεί να συμβεί με έναν από τους
παρακάτω τρόπους:
1. Όταν ο
μελισσοκόμος αφαιρεί πολύ περισσότερο μέλι από όσο πρέπει κατά τη διάρκεια του
φθινοπώρου.
2. Όταν το
μελίσσι εκτρέφει πολύ γόνο και είναι υποχρεωμένο να καταναλώνει πολύ μέλι, τόσο
για την εκτροφή του γόνου όσο και για την παραγωγή θερμότητας για τη διατήρηση
σταθερής θερμοκρασίας στον χώρο της γονοφωλιάς.
3. Όταν
έχουμε τα μελίσσια μας δυνατά, έτοιμα για ανθοφορία και τύχει η ανθοφορία αυτή να
μη δώσει μέλι, τότε τα μελίσσια επειδή δεν μαζεύουν πολύ νέκταρ, κινδυνεύουν να
πεθάνουν από την πείνα.
Όταν τα
μελίσσια δεν έχουν τροφή, κινδυνεύουν από λιμοκτονία. Για τον λόγο αυτόν, θα
πρέπει ο μελισσοκόμος να κάνει τροφοδότηση για να μπορέσει και να σώσει τα
μελίσσια, αλλά και να τα βοηθήσει να αναπτυχθούν γρήγορα. Υπάρχουν πολλοί
τρόποι να τροφοδοτήσουμε τις μέλισσες. Οι τροφές που χρησιμοποιούνται είναι
κρυσταλλική ζάχαρη, σιρόπι, ζαχαροζύμαρο μέλι, γύρη ή υποκατάστατο γύρης.
Α.
Τροφοδότηση με σιρόπι
Η αναλογία
ή η πυκνότητα του σιροπιού αλλάζει ανάλογα με την εποχή.
1. Για
τροφοδότηση την άνοιξη, χρησιμοποιούμε σιρόπι με αναλογία 1:1, δηλαδή 1 kg
ζάχαρη προς 1 kg νερό.
2. Για
φθινοπωρινή τροφοδότηση, χρησιμοποιούμε 2 kg ζάχαρη προς 1 kg νερό (αναλογία
2:1).
3. Για τη
διεγερτική τροφοδότηση, χρησιμοποιούμε 1 kg ζάχαρη προς 2 kg νερό (αναλογία
1:2). Κατά τη διεγερτική τροφοδότηση, οι ποσότητες του σιροπιού που δίνουμε στο
μελίσσι είναι μικρές και συχνές. Για να παρασκευάσουμε το σιρόπι, χρησιμοποιούμε
πάντοτε κρυσταλλική ζάχαρη. Θα πρέπει να αποφεύγουμε γλυκαντικές ουσίες
άγνωστης προέλευσης ή και ουσίες όπως είναι οι μελάσσες και οι γλυκόζες.
Για την
παρασκευή του σιροπιού, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε νερό της βρύσης, δηλαδή
θερμοκρασίας δωματίου ή ζεστό νερό, μέσα στο οποίο διαλύουμε τη ζάχαρη. Ποτέ
δεν πρέπει να βράζουμε σε φωτιά το σιρόπι, γιατί μπορεί να καραμελοποιηθεί και
να έχουμε απώλειες μελισσών κατά τη διάρκεια της τροφοδότησης.
Β.
Τροφοδότηση με κηρήθρες μελιού
Είναι ο πιο
εύκολος και γρήγορος τρόπος να τροφοδοτήσουμε τα μελίσσια μας, όταν έχουν άμεση
ανάγκη τροφής. Πολλοί μελισσοκόμοι αποθηκεύουν αρκετές κηρήθρες με μέλι, για να
τις έχουν σε ώρα ανάγκης, κυρίως νωρίς την άνοιξη. Για να πάρουν το μέλι πιο
εύκολα οι μέλισσες, απολεπίζουμε με ένα πιρούνι τα σφραγισμένα κελιά.
Προσέχουμε οι κηρήθρες μελιού να προέρχονται από υγιή μελίσσια.
Γ.
Τροφοδότηση με ρευστό μέλι
Το
ζαχαροζύμαρο παρασκευάζεται με την ανάμειξη μελιού με άχνη ζάχαρη. Το τελικό
προϊόν είναι ένα σφιχτό ζυμάρι που τοποθετείται στους κηρηθροφορείς ακριβώς
πάνω από τη γονοφωλιά. Με κρύο καιρό προτιμούμε την τροφοδότηση με
ζαχαροζύμαρο, το οποίο τοποθετούμε πάνω από τη μελισσόσφαιρα. Κατά την
ανάμειξη, μπορούμε να αντικαταστήσουμε κάποια ποσότητα μελιού με νερό. Επίσης,
μπορούμε να αναμείξουμε διάφορα φάρμακα, όπως μυκοστατικά για την ασκοσφαίρωση
ή αντιβιοτικό για την πρόληψη ή καταπολέμηση της νοσεμίασης.
Δ.
Τροφοδότηση με αντικατάστατο ή υποκατάστατο γύρης
Όταν
υπάρχει έλλειψη γύρης, τότε ο μελισσοκόμος πρέπει να τροφοδοτεί τα μελίσσια του
με φυσική γύρη που έχει συλλέξει ή με αντικατάστατα και υποκατάστατα γύρης. Η
φυσική γύρη μπορεί να δοθεί στα μελίσσια μέσα στην κηρήθρα, όπως την
αποθηκεύουν οι μέλισσες, ή με τη μορφή γυρεόπιτας. Κηρήθρες με γύρη 3
εφοδιαζόμαστε από δυνατά υγιή μελίσσια, μπορούμε όμως να συλλέξουμε φυσική γύρη
με τη βοήθεια γυρεοπαγίδων, τις οποίες τοποθετούμε σε δυνατά υγιή μελίσσια κατά
τη διάρκεια ανθοφορίας. Αντικατάστατο γύρης είναι κάθε πρωτεϊνούχο υλικό, που
μπορεί να τροφοδοτηθεί στις μέλισσες, δεν περιέχει γύρη και αντικαθιστά τη
φυσική γύρη. Υποκατάστατο είναι κάθε αντικατάστατο γύρης, που περιέχει όμως και
ένα ποσοστό φυσικής γύρης. Το αντικατάστατο ή υποκατάστατο γύρης δίνεται στο
μελίσσι με τη μορφή πίτας. Η πίτα πρέπει να τοποθετείται στους κηρηθροφορείς
ακριβώς πάνω από την περιοχή του γόνου.
Εν των
μεταξύ, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε ένα μελίσσι η βασίλισσα παίζει τον
πρωταρχικό ρόλο και η απόδοση του μελισσιού είναι άμεσα συνδεδεμένη με την
ποιότητά της. Κάθε προσπάθεια για την εκτροφή άριστων βασιλισσών αξίζει τον
κόπο και οι προσπάθειες του μελισσοκόμου ανταμείβονται στο πολλαπλάσιο. Για να
εξασφαλίσουμε ένα υγιές και παραγωγικό μελίσσι, θα πρέπει να αντικαθιστούμε τη
βασίλισσά του κάθε χρόνο ή, στη χειρότερη περίπτωση, κάθε δύο χρόνια. Με τη
σωστή γενετική βελτίωση και, κατόπιν, τη συστηματική βασιλοτροφία, μπορούμε να
παράγουμε πολλές και άριστες βασίλισσες.
Η ποσότητα,
αλλά και η ποιότητα της τροφής που καταναλώνει η βασίλισσα είναι ύψιστης
σημασίας. Όταν η τροφοδότηση με βασιλικό πολτό είναι ελλιπής, τότε όλες οι
μετέπειτα τεχνικές προετοιμασίες είναι άχρηστες. Σύμφωνα με τον Haydak (1957),
το μεγαλύτερο μέγεθος που έχουν οι υποφαρυγγικοί αδένες είναι στις εργάτριες
ηλικίας πέντε ημερών, όταν καταναλώνουν πολλή γύρη. Η άριστη φυσιολογική
κατάσταση των εργατριών έχει άμεση επίδραση και στην καλή διατροφή των κηφήνων
και των βασιλισσών. Την ημέρα του εμβολιασμού θα υπάρχουν στην κυψέλη πολλές
παραμάνες μέλισσες 5-6 ημερών και καλά θρεμμένες. Τα κελιά που εκτρέφονται με
αυτές τις συνθήκες είναι μεγάλα και ομοιόμορφα σε μέγεθος, με εξαιρετικά
ανεπτυγμένο το ανάγλυφό τους, δείγμα ότι έχουν εκτραφεί καλά.
Τις πρώτες
ημέρες, μετά την έξοδό της από το κελί, η βασίλισσα δέχεται τη φροντίδα των
εργατριών μέσα στο κυψελίδιο μέχρι να ωριμάσει αναπαραγωγικά. Είναι πολύ
σημαντικό το κυψελίδιο να έχει αρκετή τροφή (μέλι και γύρη), καθώς και αρκετό
πληθυσμό, ώστε να έχουν τη δυνατότητα οι εργάτριες να ρυθμίζουν τη θερμοκρασία
του και να τροφοδοτούν επαρκώς τη βασίλισσα.
Η δύναμη
του μελισσιού, χωρίς αμφιβολία, έχει σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της
βασιλοτροφίας. Δεν φτάνει, όμως, μόνο ο αριθμός των εργατριών ενός μελισσιού,
έχει σημασία και η αναλογία οικιακών και συλλεκτριών μελισσών. Έτσι, με μια
ισορροπημένη σύνθεση του πληθυσμού, έχουμε έναν μεγάλο αριθμό παραμανών
εργατριών που θα είναι καθοριστικός για την ποιότητα των κηφήνων και των
βασιλισσών που θα εκτραφούν. Για την εκτροφή μιας βασίλισσας, απαιτείται ένας
ελάχιστος αριθμός μελισσών στο κυψελίδιο σύζευξης. Όσο πιο μεγάλος είναι ο
αριθμός των εργατριών τόσο πιο σταθερή διατηρείται η θερμοκρασία μέσα στο
κυψελίδιο ή στην κυψέλη, ιδίως όταν οι καιρικές συνθήκες είναι αντίξοες (πολύ
κρύο ή πολλή ζέστη). Για τις ελληνικές συνθήκες, το τριπλοκυψελίδιο είναι το
πιο κατάλληλο, γιατί περιέχει 4.000 – 5.000 μέλισσες, που είναι αρκετές για να
εκθρέψουν άριστες βασίλισσες, ακόμη και σε αντίξοες συνθήκες.
Μέσα από
σωστό μάρκετινγκ θα έρθει και η ανάπτυξη
Καθηλωμένος
εμφανίζεται ο κλάδος, παρά την ποιοτική υπεροχή αλλά και την μεγάλη γκάμα των
ελληνικών μελιών που παράγεται στην επικράτεια
Στοχευμένο
μάρκετινγκ, branding και σταδιακή άρση όλων των παθογενειών –όπως οι
ελληνοποιήσεις που αποτελούν το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα των μελισσοκόμων–
μπορούν να αποτελέσουν τις βασικές λύσεις ώστε να αποκτήσει υπεραξία το
ελληνικό μέλι. Μέχρι το σημείο εκείνο, όμως, όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ της
«ΥΧ», τόσο η παραγωγή όσο και ο αριθμός των κυψελών παραμένουν «κολλημένα» στα
ίδια επίπεδα την τελευταία τουλάχιστον 8ετία. Καθηλωμένος, όμως, εμφανίζεται
και ο κλάδος, παρά την ποιοτική υπεροχή αλλά και την μεγάλη γκάμα (πευκόμελο,
που αποτελεί το 60%-65% της συνολικής παραγωγής, ορεινά ανθόμελα, θυμαρίσιο,
ελάτης) των ελληνικών μελιών που παράγεται στην επικράτεια.
Την 6ετία
2009 – 2014, η εγχώρια παραγωγή μελιού παρουσιάζει μικρές αυξομειώσεις που δεν
ξεπερνούν τους 4.000 τόνους. Ειδικότερα, σύμφωνα με αυτά που παρουσιάζονται
στις Ετήσιες Γεωργικές Στατιστικές Έρευνες, το 2009 η ετήσια εγχώρια παραγωγή
ανήλθε στους 15.600 τόνους, το 2010 σημείωσε μικρή άνοδο, φθάνοντας τους 16.600
τόνους, το 2011 τους 16.300 τόνους, το 2012 τους 15.800 τόνους, το 2013 τους
15.700 τόνους και το 2014 τους 19.700 τόνους.
«Το προϊόν
μας είναι από τα καλύτερα σε ποιότητα στον κόσμο, όμως το μάρκετινγκ θα πρέπει
να γίνεται με κεντρικό σχεδιασμό, καθώς απαιτούνται μεγάλα χρηματικά ποσά, τα
οποία δεν μπορούν να δώσουν μεμονωμένα οι επιχειρήσεις», αναφέρει
χαρακτηριστικά στην «ΥΧ» ο Ιωάννης Καραδήμας, γενικός διευθυντής του Αγροτικού
Μελισσοκομικού συνεταιρισμού Νικήτης Χαλκιδικής «Σίθων». Σύμφωνα με τον ίδιο,
στη χώρα μας σήμερα δραστηριοποιούνται περίπου 25.000 μελισσοκόμοι, από τους
οποίους οι 5.000 κατ’ επάγγελμα, και υπάρχουν 1.300.000 κυψέλες. «Διαθέτουμε
τον μεγαλύτερο αριθμό κυψελών (κάλυψη σε κυψέλες/τ.χλμ. σε σχέση με το μέγεθος
μας) στην Ευρώπη», συμπληρώνει ο κ. Καραδήμας.
Από την
πλευρά του, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδας (ΟΜΣΕ),
Βασίλης Ντούρας, επισημαίνει πως «ο κλάδος έχει περιθώρια και προοπτικές
ανάπτυξης. Αν αναλογιστεί κανείς πως η μέση τιμή στον καταναλωτή φτάνει τα 9-10
ευρώ/κιλό, τότε αντιλαμβανόμαστε τον τζίρο εκατομμυρίων που φέρνει ο κλάδος. Αν
προσθέσεις και τα υποπροϊόντα μέλισσας όπως η γύρη, ο βασιλικός πολτός, η
πρόπολη και άλλα σκευάσματα, ξεπερνάμε ίσως και το μισό δισεκατομμύριο σε
τζίρο». Ωστόσο, αναφερόμενος στο θέμα των ελληνοποιήσεων, συμπληρώνει: «Τα
σούπερ μάρκετ κατακλύζονται με φθηνό μέλι, όπου στις συσκευασίες αναγράφεται με
ψιλά γράμματα η μικρή ποσότητα ελληνικού μελιού που περιέχεται, και το
περισσότερο είναι μέλι από άλλες χώρες. Αυτά πωλούνται σαν ελληνικά σε αστείες
τιμές, κάτω του κόστους, και αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει κανένας έλεγχος».
Ένα
επιπλέον πρόβλημα για τον Έλληνα μελισσοκόμο είναι το υψηλό κόστος παραγωγής,
που οφείλεται κυρίως στην αύξηση των καυσίμων. Επίσης, το ασφαλιστικό και το
φορολογικό αποτελούν αγκάθια για τον Έλληνα παραγωγό μελιού. «Και να είναι ένας
παραγωγός κερδοφόρος, στο τέλος δεν μένει τίποτα στην τσέπη του, ιδιαίτερα μετά
από μια κακή χρονιά», μας λένε μελισσοκόμοι που ασχολούνται χρόνια με το
επάγγελμα.
Σε αριθμούς
Την ίδια
εικόνα παρουσιάζουν και τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με τα οποία την
6ετία 2009 – 2014, η εγχώρια παραγωγή μελιού παρουσιάζει μικρές αυξομειώσεις
που δεν ξεπερνούν τους 4.000 τόνους. Ειδικότερα, σύμφωνα με αυτά που
παρουσιάζονται στις Ετήσιες Γεωργικές Στατιστικές Έρευνες, το 2009 η ετήσια
εγχώρια παραγωγή ανήλθε στους 15.600 τόνους, το 2010 σημείωσε μικρή άνοδο,
φθάνοντας τους 16.600 τόνους, το 2011 τους 16.300 τόνους, το 2012 τους 15.800
τόνους, το 2013 τους 15.700 τόνους και το 2014 τους 19.700 τόνους.
Σύμφωνα με
τα ίδια στοιχεία, ο συνολικός αριθμός των κυψελών μελισσών παρουσίασε αύξηση
κατά 4,9% το 2014 σε σχέση με το 2013 και αύξηση κατά 0,1% το 2013 σε σχέση με
το 2012. Συγκεκριμένα, το 2014 οι κυψέλες μελισσών ανήλθαν σε 1.528.767, το
2013 σε 1.456.711 και το 2012 σε 1.455.013.
Επίσης, ο
συνολικός αριθμός των κυψελών σημείωσε αύξηση κατά 1,9% το 2012 σε σχέση με το
2011 και περαιτέρω αύξηση 0,1% το 2013 σε σχέση με το 2012. Συγκεκριμένα, το
2011 οι κυψέλες μελισσών ήταν 1.427.436.
Τέλος,
αύξηση κατά 0,3%, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, είχαμε και το 2011
(στις κυψέλες) σε σχέση με το 2010. Οι κυψέλες το 2010 έφθασαν τις 1.422.543,
ενώ το 2009 δεν ξεπέρασαν τις 1.386.286 (+ 2,6% το 2010 σε σχέση με το 2009).
Το 2016
Όσον αφορά
τη χρονιά 2016, τόσο ο γενικός διευθυντής του Σίθων, όσο και ο πρόεδρος της
ΟΜΣΕ, μας τονίζουν ότι το 2016 ήταν μία μέτρια παραγωγικά μελισσοκομική χρονιά
για την κεντρική και βόρεια Ελλάδα και κακή για την Πελοπόννησο. «Η πτώση στην
παραγωγή του 2016 σε σχέση με το 2015 εκτιμώ ότι θα κυμανθεί στο 50% ενώ η τιμή
στο μέλι παρουσιάζει στασιμότητα τα τελευταία χρόνια», μας αναφέρει ο Ιωάννης
Καραδήμας. Η πτώση αυτή οφείλεται καθαρά στις κλιματολογικές συνθήκες, καθώς οι
βροχοπτώσεις –όπως μας εξηγούν– φέτος ήταν σπάνιες και όταν έγιναν, ήταν σε
ακατάλληλη περίοδο. Επίσης, παρατηρήθηκαν και μεγάλες περίοδοι ξηρασίας, που
ενέτειναν το πρόβλημα. Οι τιμές μελιού στον παραγωγό για το πευκόμελο κυμάνθηκε
γύρω στα 4 ευρώ/κιλό, τα ανθόμελα γύρω στα 3,50 ευρώ/κιλό, το θυμαρίσιο από
5,50 έως 6,50 ευρώ/κιλό.
Κόστος
Για το
κόστος παραγωγής, επικοινωνήσαμε με τον Σάκη Γκονέλα, από το Κτήμα Ολύμπου στην
Ελασσόνα (250 μελίσσια), ο οποίος μας έκανε γνωστό ότι μία κυψέλη κοστίζει γύρω
στα 30 ευρώ η καθεμία, ενώ με το βάψιμο και τα κλειδιά θα φτάσει στα 40 ευρώ.
Την άνοιξη γίνεται και η αγορά του σμήνους, όπου ένα μικρό (περίπου 5 τελάρα
μέλισσες) κοστίζει από 60 έως 70 ευρώ, ενώ μετά από 2-3 μήνες θα πρέπει να
συμπληρώσει άλλα 5-10 τελάρα, ώστε να ξεκινήσει η φάση της παραγωγής. «Για
κάποιον που έχει 100 μελισσοσμήνη και ξεκινά τον τρύγο, θα χρειαστεί εργαλεία,
έναν μελιτοεξαγωγέα που κοστίζει γύρω στα 1.500 ευρώ, 2-3 ανοξείδωτα βαρέλια
για το μέλι που κοστίζουν από 150 ευρώ το καθένα, καθώς επίσης τροφή για το
μελίσσι και άλλα εργαλεία όπως βούρτσες, κλειδιά κ.ά.».
Συντονισμός
– Επιμέλεια έκδοσης: Κυριάκος Λάμπρου
Γράφουν:
Πασχάλης Χαριζάνης, καθηγητής μελισσοκομίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
και διευθυντής του εργαστηρίου Σηροτροφίας και Μελισσοκομίας
Δημοσίευση σχολίου