Σήμερα θα
ασχοληθούμε με ένα ερώτημα που απασχολεί κάθε νέο μελισσοκόμο, αλλά και που,
αρκετές φορές, προβληματίζει και τους παλαιότερους.
Το ερώτημα
αυτό είναι: Ποιος πάτος είναι ο ποιο ενδεδειγμένος, για τις κυψέλες μας;
Πριν
επιχειρήσουμε να καταλήξουμε σε ένα τελικό και εμπεριστατωμένο συμπέρασμα,
θεωρούμε σκόπιμο να κατονομάσουμε και να περιγράψουμε με λίγες λέξεις, τους
τρεις τύπους πάτων που υπάρχουν και μπορούμε να τους βρούμε στο εμπόριο.
Ο
παλιότερος και περισσότερο χρησιμοποιούμενος, ακόμα και σήμερα, πάτος, είναι ο
σταθερός.
Είναι ο
πάτος που βρίσκεται μόνιμα προσκολλημένος πάνω στη κυψέλη – ο πάτος που είναι,
στην κυριολεξία, «ενσωματωμένος» πάνω στο σώμα της κυψέλης. Ο τύπος αυτού του
πάτου, αποτελεί ενιαίο και αναπόσπαστο μέρος της κυψέλης και είναι, σε γενικές
γραμμές, αυτός που σχεδίασε και λανσάρισε ο Langstroth, εφευρέτης της στάνταρ
κυψέλης.
Στην
συνέχεια εμφανίστηκε ο κινητός πάτος. Ονομάστηκε έτσι γιατί είναι αποσπώμενος –
και μπορεί να μετακινηθεί – από το σώμα της κυψέλης. Αποτελείται από ένα ξύλινο
πάτωμα που στο κάτω μέρος του φέρει κάποια πόδια για να μην ακουμπά στο έδαφος,
ενώ από την πάνω μεριά, φέρει μια περιμετρική κορνίζα από πηχάκια διαστάσεων
2Χ2 εκατ. περίπου. Έχει τις ίδιες ακριβώς διαστάσεις σε μήκος και πλάτος με το
σώμα, το οποίο έρχεται και επικάθεται ακριβώς πάνω στην κορνίζα αυτού του
πάτου, και με τη βοήθεια κάποιου τύπου «συνδετήρων», ασφαλίζει πάνω του.
Στη
συνέχεια έκανε την εμφάνιση του ο κινητός αεριζόμενος πάτος, που είναι μια
τροποποίηση του προηγούμενου, όπου στη θέση του πατώματός του έχει, αντί για
ξύλο, κάποιο τύπο πλέγματος.
Ας δούμε
όμως πως και γιατί προέκυψαν οι δυο αυτοί τελευταίοι τύποι των πάτων, δηλαδή
του κινητού και του κινητού αεριζόμενου. Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε πως
λόγω της εμφάνισης του κινητού αεριζόμενου πάτου, ο απλός κινητός, ονομάστηκε,
εκ των πραγμάτων για να ξεχωρίζει, «κινητός κλειστός πάτος».
Μετά την
εμφάνιση της στάνταρ κυψέλης, η οποία είχε σταθερό πάτο, όπως προαναφέραμε, η
μελισσοκομία πήρε μεγάλη ανάπτυξη και πολλοί εμπνευσμένοι «πατέρες» της άρχιζαν
να εφαρμόζουν διάφορές μεθόδους εντατικής εκμετάλλευσης, που έδιναν μεγάλες
παραγωγές, μα που όμως απαιτούσαν κάποιους ειδικούς χειρισμού, με ποιο συχνούς
αυτούς της δημιουργίας κυψελών με δυο ή και περισσότερους ορόφους. Αυτό, με τη
σειρά του, απαιτούσε μετακινήσεις, διασταυρώσεις και εναλλαγές των ορόφων
(πατωμάτων) αυτών, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει με τις σταθερές βάσεις. Έτσι
λοιπόν προέκυψε η αποσπώμενη βάση, αυτή που σήμερα ονομάζουμε «κινητή κλειστή
βάση».
Στην
πορεία, κάποιοι ανήσυχοι μελισσοκόμοι, «ανακάλυψαν» πως αν ο πάτος μιας κυψέλης
μπορούσε να είναι και αεριζόμενος, τότε θα εξασφάλιζε πολύ καλύτερο αερισμό
μέσα στη κυψέλη, και θα συντελούσε στην αποφόρτιση της από διάφορες βρομιές, μα
κυρίως από τον πληθυσμό των βαρρόα, που, υπερκινητικά καθώς είναι,
μετακινούνται από μέλισσα σε μέλισσα και πολλές φορές πέφτουν στο πάτωμα του
πάτου. Αν αυτός είναι κλειστός, αυτά μένουν μέσα στη κυψέλη και ξαναπιάνονται
πάνω στις μέλισσες, ενώ αν είναι ανοιχτός.. πέφτουν στο έδαφος.
Για να
συνοψίσουμε, λοιπόν, ο κλειστός κινητός πάτος προέκυψε για να βοηθήσει τους
χειρισμούς των πατωμάτων, ενώ ο αεριζόμενος κινητός πάτος προέκυψε για να
βοηθήσει, πέρα από τους χειρισμούς, και στην υγιεινή, μα και στην αντιμετώπιση
των ασθενειών των μελισσιών μας.
Όπως όμως
συμβαίνει πάντα, έτσι και εδώ, τα πράγματα έχουν δυο όψεις.
Πράγματι,
μιλήσαμε για τα πλεονεκτήματα των κινητών βάσεων, αλλά ας δούμε αν υπάρχουν και
κάποια μειονεκτήματα από τη χρήση τους.
Το μόνο που
μας έρχεται στο μυαλό, είναι ο βαθμός της ασφάλιση που προκύπτει μεταξύ πάτου
και σώματος, από τους συνδετήρες που υπάρχουν και χρησιμοποιούνται. Αυτό πράγματι
είναι ένα θέμα που θέλει μεγάλη προσοχή, ιδιαίτερα από όσους κάνουν νομαδική
μελισσοκομία και μεταφέρουν από ανθοφορία σε ανθοφορία τα μελίσσια τους. Τα
ατυχήματα μάλιστα που έχουν κατά καιρούς συμβεί σε κάποιους συναδέλφους μας,
κατά τα οποία το «ξεκούμπωμα» κάποιου συνδετήρα είχε σαν αποτέλεσμα να ξεχυθούν
έξω οι μέλισσες, έχουν οδηγήσει πολλούς μελισσοκόμους στη σιγουριά του σταθερού
πάτου. Αυτό όμως θυμίζει την παροιμία που λέει: «πονάει κεφάλι-κόβει κεφάλι».
Με άλλα
λόγια, το «μειονέκτημα» αυτό των κινητών πάτων, που στην πραγματικότητα
οφείλετε σε αμέλεια κάποιων μελισσοκόμων, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να
ακυρώσει τα πολλά του πλεονεκτήματα. Και για να γίνουμε περισσότερο
συγκεκριμένοι, θα πρέπει να πούμε πως οι περισσότεροι τύποι συνδετήρων είναι
αξιόπιστοι και εξασφαλίζουν μια πολύ καλή και ασφαλή σύνδεση του σώματος και
του πάτου... φτάνει να ρυθμιστούν σωστά και να ελεγχθούν πριν την κάθε μεταφορά
της κυψέλης. Πέρα όμως απ αυτό, για τις μεταφορές, υπάρχει και η λύση του
ιμάντα – υφασμάτινου ή ελαστικού - με τον οποίον μπορεί επικουρικά να δεθεί και
να ασφαλίσει ολόκληρη η κυψέλη, με όλα της τα κομμάτια – πάτος, σώματα, καπάκι.
Και εάν η λύση αυτή μας φαίνεται ακριβή – η τιμή τους για μήκος 2,5 μέτρα κυμαίνεται
στα 2,5-3 ευρώ – δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως υπάρχει πάντα η φτηνή λύση του
σχοινιού, που αν «σεταριστεί επαγγελματικά», και μεγάλη ασφάλεια μας παρέχει,
και γρήγορα δένεται, και εύκολα λύνεται.
Αφού
ξεπεράσαμε τον σκόπελο των μειονεκτημάτων του κινητού πάτου, ερχόμαστε στο
αμέσως επόμενο ερώτημα που προκύπτει: Ανοιχτός ή κλειστός;
Με τα όσα
περιγράψαμε πάρα πάνω, προκύπτει αβίαστα πως ο ανοιχτός, έχει περισσότερα
πλεονεκτήματα. Ιδιαίτερα στις μέρες μας που η βαρρόα και η νοζεμίαση, κάνουν
θραύση, ο ανοιχτός πάτος φαντάζει σαν μονόδρομος στην επιλογή μας. Και πάλι
όμως θα πρέπει να δούμε και την άλλη όψη του νομίσματος, και να αναζητήσουμε τα
τυχόν προβλήματα που έχει αυτή η λύση. Σαν πρώτο μειονέκτημα του ανοιχτού
κινητού πάτου, που του καταμαρτυρούν οι «σκεπτικιστές» συνάδελφοι μας, είναι
ότι αφήνει μεγάλο άνοιγμα από κάτω και τα μελίσσια «κρυώνουν». Ένα δεύτερο
μειονέκτημα που επίσης του καταμαρτυρούν, ιδιαίτερα όσοι μεταφέρουν τα μελίσσια
τους από τόπο σε τόπο, είναι πως το πλέγμα αυτό μπορεί να σκιστεί αν η κυψέλη
κάτσει πάνω σε κάποια πέτρα. Να σημειώσουμε εδώ πως αν συμβεί αυτό και πάλι από
αμέλεια του μελισσοκόμου θα συμβεί!
Εν πάση
περιπτώσει, τα μειονέκτημα αυτά μπορούν να ξεπεραστούν, προσαρμόζοντας στη
βάση, κάτω από το πλέγμα ένα (ή δυο μισά) συρταρωτό φύλλο κόντρα πλακέ
θαλάσσης, με το οποίο μπορούμε να επιλέγουμε το μέγεθος του ανοίγματος που
υπάρχει κάτω από το πλέγμα. Με το τρόπο αυτό, ο πάτος μετατρέπεται, όποτε
θέλουμε, από ανοιχτό σε κλειστό!
Τη λύση
αυτή μάλιστα την έχουν υιοθετήσει αρκετοί κατασκευαστές που έχουν εφοδιάσει
τους κινητούς αεριζόμενους πάτους που κατασκευάζουν, με αυτό το εξάρτημα.
Ένα ακόμα
μειονέκτημα του κινητού αεριζόμενου πάτου, μπορεί να θεωρηθεί και η τιμή του.
Το ερώτημα όμως που προκύπτει είναι: Τι αξία μπορούν να έχουν τα 2-3 ευρώ πάρα
πάνω, όταν έχουμε να κάνουμε με την υγεία και κατά συνέπεια με την απόδοση των
μελισσιών μας;
Με βάση τα
όσα αναφέρουμε πάρα πάνω, νομίζουμε πως βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα πως δεν
θα πρέπει να υπάρχει σύγχρονος μελισσοκόμος που να μην έχει κυψέλες με κινητούς
αεριζόμενους πάτους. Το επιχείρημα δε που προτάσσουν οι «πολέμιοι» αυτής της
λύσης, ότι «θέλουν προσοχή κατά τις μεταφορές», μόνο σαν ανέκδοτο μπορεί να
ακουστεί. Με την ίδια λογική, δεν θα έπρεπε να είχαμε υιοθετήσει καμιά λύση της
σύγχρονης τεχνολογίας – όπως αυτοκίνητα και κινητά τηλέφωνα, για παράδειγμα,
και να είχαμε παραμείνει στα κάρα και τα σήματα του καπνού – αφού και αυτών η χρήση, απαιτεί προσοχή!!!
Κλείνοντας,
θεωρούμε σκόπιμο να πούμε δυο πράγματα πάρα πάνω, σχετικά με τη χρήση των
αεριζόμενων πάτων.
Κατ αρχάς,
σχετικά με το πόσο ανοιχτό ή κλειστό πρέπει να παραμένει το άνοιγμα κάτω από το
πλέγμα, αυτό έχει να κάνει με την περιοχή, την εποχή, μα και τη «φιλοσοφία» του
κάθε μελισσοκόμου. Μια γενική προσέγγιση είναι πως το έχουμε τελείως ανοιχτό,
όταν οι θερμοκρασίες κυμαίνονται έως τους 15ο. C.
Όταν οι
θερμοκρασίες κατέβουν σε ποιο χαμηλά επίπεδα, τότε περιορίζουμε ανάλογα και το
άνοιγμα. Πάντως υπάρχουν συνάδελφοι μελισσοκόμοι, που επιλέγουν να αφήνουν
τελείως ανοιχτό το άνοιγμα αυτό, ακόμα τον χειμώνα, γνωρίζοντας πως αυτό όχι
μόνο δεν θα προκαλέσει προβλήματα στα μελίσσια τους, αλλά αντίθετα θα τα
ωφελήσει τα μέγιστα, λόγω του εξαιρετικού αερισμού – και άρα του μεγάλου
περιορισμού της υγρασίας – που προσφέρει στη κυψέλη. Σε αυτή βέβαια την
περίπτωση οι τροφές που θα καταναλώσουν οι μέλισσες θα είναι περισσότερες... μα
αυτό είναι θέμα και απόφαση του κάθε μελισσοκόμου.
Πάντως,
όσοι από εμάς χρησιμοποιούμε αεριζόμενους πάτους, θα πρέπει να λαμβάνουμε ιδιαίτερη
πρόνοια ώστε να υπάρχει αυξημένο ύψος της εξωτερικής βάσης που ακουμπά ο πάτος
της κυψέλης μας. Με άλλα λόγια, η απόσταση του πλέγματος του πάτου από το
έδαφος, σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να είναι μικρότερη από 20 εκατοστά,
για να μην επηρεάζεται το εσωτερικό μικροκλίμα της κυψέλης από την υγρασία του
εδάφους!
Δημοσίευση σχολίου