Αντιμέτωποι με εισαγωγές κάτω του
ελληνικού κόστους
Αναγνωρίζοντας την τεράστια συμβολή του
κλάδου της μελισσοκομίας στην οικονομία της ΕΕ, αλλά και τη μεγάλη προσφορά των
ίδιων των μελισσών στη γεωργία, οι Copa-Cogeca κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου
για την κατάσταση που επικρατεί στην ευρωπαϊκή αγορά μελιού, παραθέτοντας ένα
σχέδιο δράσης για τη στήριξη του πολύτιμου αυτού κλάδου.
Το 2018, η συνολική
ευρωπαϊκή παραγωγή ανήλθε στους 283.000 τόνους, καλύπτοντας περίπου το 60% των
αναγκών της ΕΕ, ενώ το υπόλοιπο 40% προέρχεται από εισαγωγές.
Η ευρωπαϊκή αγορά μελιού χωρίζεται σε
τρεις κατηγορίες χωρών, σε αυτές που εξάγουν την παραγωγή τους σε άλλα
κράτη-μέλη (Ουγγαρία, Βουλγαρία και Ρουμανία), σε εκείνες που δεν εξάγουν την
παραγωγή τους, αντίθετα επαναπροωθούν ποσότητες που εισάγουν από άλλα κράτη της
ΕΕ (Γερμανία, Βέλγιο) και σε αυτές που εξάγουν τη δική τους παραγωγή αλλά
επαναπροωθούν και ποσότητες άλλων χωρών (Ισπανία, Πορτογαλία και Πολωνία).
Η εικόνα αυτή δημιουργεί μία εξαιρετικά
άστατη κατάσταση στην αγορά του προϊόντος, εξαιτίας κυρίως των επιπέδων
κερδοσκοπίας.
Η παρούσα κατάσταση
Κατά την τελευταία δεκαετία, όπως
επισημαίνουν οι ευρωπαϊκές οργανώσεις, μία μείωση τιμών στο χύμα μέλι σε μία
δεδομένη χώρα συνοδευόταν πάντοτε με αύξηση των πωλήσεων στο ενδοκοινοτικό
εμπόριο, γεγονός που ζημιώνει σοβαρά τους παραγωγούς. Η μείωση που σημειώθηκε
στην παραγωγή, κυρίως των νότιων και ανατολικών κρατών της ΕΕ, λόγω των
καιρικών συνθηκών το 2019, δεν συνέπεσε ωστόσο με αύξηση των τιμών,
καταδεικνύοντας την παράλογη συμπεριφορά των αγορών. Επιπροσθέτως, παρατηρείται
και μετατόπιση των αγορών ολοένα κι αργότερα, με αυτές να ξεκινούν ακόμη και
2-3 μήνες μετά τον τρύγο του μελιού.
Για παράδειγμα, αναφέρουν οι Copa και
Cogeca, η πτώση των τιμών για το χύμα ισπανικό ανθόμελο κατέληξε τον Μάρτιο του
2019 στα 2,59 ευρώ/κιλό. Τον περασμένο Οκτώβριο, οι τιμές για τα χύμα ανθόμελα
των Ούγγρων έπεσαν στο 1,60 ευρώ/κιλό και στο 1,47 για το αντίστοιχο των
Ρουμάνων. Στη Λιθουανία, οι τιμές για το χύμα τον Απρίλιο του 2019 κυμαίνονταν
μεταξύ 1,80 και 2 ευρώ, αλλά και στη Δανία δεν ξεπέρασαν τα 2 ευρώ τον
Σεπτέμβριο του ίδιου έτους.
Στα κάτω τους και οι εισαγωγές
Παράλληλα, πτωτική τάση κατέγραψαν και
οι τιμές των κύριων χωρών εισαγωγής. Οι τιμές του κινεζικού μελιού που εισήχθη
στην ΕΕ το 2019, κατηφόρισαν στο 1,24 ευρώ/κιλό, από το 1,30-1,64 που
κυμαίνονταν τα προηγούμενα χρόνια, για ποσότητες περίπου 80.000 τόνων κατά μέσο
όρο που εισάγονται από τη χώρα ετησίως.
Κατά την τελευταία τριετία, η ΕΕ εισάγει
μία μέση ποσότητα 25.000 τόνων από την Ουκρανία με λιγότερο από 2,35 ευρώ/κιλό.
Λίγο υψηλότερα, μεταξύ των 2,53 και 3,24 ευρώ το κιλό, τιμολογούνται οι περίπου
22.000 τόνοι μελιού που εισάγονται ετησίως από το Μεξικό.
Εκτιμώντας τα μέσα ετήσια κόστη για τον
παραγωγό της ΕΕ στα 3,90 ευρώ/κιλό, που φτάνουν ακόμη και τα 10 ευρώ/κιλό για
τους παραγωγούς του Βελγίου, 12 συνολικά κράτη εμφανίζουν αρνητικά περιθώρια
κέρδους, ενώ σε κράτη όπως η Σλοβακία, η Ουγγαρία και η Ισπανία τοποθετούνται
κοντά στο μηδέν, λαμβάνοντας υπόψη τη διαφορά τιμών μεταξύ των χύμα μειγμάτων
ανθόμελου και του μέσου κόστους παραγωγής.
Σε ό,τι αφορά την αλυσίδα αγοράς του
προϊόντος, οι Copa-Cogeca επισημαίνουν ότι το μέλι ενός παραγωγού μπορεί να
αλλάξει μέχρι και τρεις φορές χέρια μέχρι να φτάσει στον αποδέκτη,
συμπεριλαμβάνοντας στην εξίσωση τους συσκευαστές και τους εξαγωγείς χύμα
προϊόντος. Οι άμεσες πωλήσεις φαίνεται να κερδίζουν έδαφος σε κάποια κράτη,
παρ’ όλα αυτά, ένας μεγάλος αριθμός παραγωγών εξαρτάται ακόμα από τις χύμα
πωλήσεις. Σε έναν σημαντικό αριθμό κρατών-μελών, ένας μελισσοκόμος βασίζεται σε
έναν και μόνο αγοραστή για το προϊόν του, γεγονός που ενισχύει τη
διαπραγματευτική ανισορροπία.
Ανισορροπία που επιτείνεται από τις
εισαγωγές από τρίτες χώρες, οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό για τους
Ευρωπαίους μελισσοκόμους, που οδηγούνται σταδιακά στην εγκατάλειψη του
επαγγέλματος. Εάν δεν αλλάξει αυτή η εικόνα, όχι μόνο υπονομεύεται η θέση του
μελισσοκόμου, αλλά απειλούνται με εξαφάνιση και τα περίπου 10 εκατομμύρια
μελισσοσμήνη της ΕΕ, κάτι που θέτει σε κίνδυνο εισοδήματα και θέσεις εργασίας,
αλλά και τα οικοσυστήματα και τη βιοποικιλότητα περιοχών, λόγω του εξαιρετικά
σημαντικού έργου της επικονίασης.
Οι αιτίες του προβλήματος
Βασικότερη αιτία είναι ο αθέμιτος
ανταγωνισμός που προκύπτει από τις αθρόες εισαγωγές προϊόντος κυρίως από την
Κίνα. Οι ποσότητες αυτές, πέραν των χαμηλών τιμών, που καθιστούν ανέφικτο τον
ανταγωνισμό για τους Ευρωπαίους παραγωγούς, αφορούν προϊόν που έχει παραχθεί με
διαφορετικά πρότυπα από αυτά που ισχύουν για το ευρωπαϊκό μέλι, κυρίως σε ό,τι
αφορά την ανθρώπινη επεξεργασία και αφυδάτωση του προϊόντος, η οποία
εφαρμόζεται στην Κίνα.
Ακόμη ένας παράγοντας είναι η συχνά
αναποτελεσματική επισήμανση προέλευσης για το μέλι, ειδικότερα στην περίπτωση
που αναμειγνύονται ποσότητες εγχώριων και παραγωγών τρίτων χωρών. Ορισμένα
κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, έχουν υιοθετήσει νομοθεσία που
απαιτείται η αναγραφή κάθε χώρας προέλευσης, κάτι το οποίο προβλέπεται σε κάθε
σχετιζόμενο προϊόν. Ο νόμος υφίσταται, ωστόσο οι περιπτώσεις παράνομων
ελληνοποιήσεων εγείρουν ερωτήματα ως προς την εφαρμογή του.
Όπως και σε άλλους κλάδους της
ευρωπαϊκής γεωργίας, σημαντικό ρόλο παίζει η κλιματική αλλαγή. Οι μεταβολές της
θερμοκρασίας πλήττουν τον τρύγο του μελιού, οδηγώντας σε απρόβλεπτες ποσότητες.
Μία επιπλέον επίπτωση της κλιματικής αλλαγής αφορά το κομμάτι της κατανάλωσης
αυτήν τη φορά, αφού η αύξηση των περιόδων ζέστης περιορίζει τη ζήτηση για το
προϊόν.
Περιοριστικά ως προς την κατανάλωση
λειτουργούν και τα συστήματα επισήμανσης για τη θρεπτικότητα του προϊόντος. Σε
χώρες όπου τέτοια συστήματα κατατάσσουν το μέλι στην «κόκκινη κατηγορία», οι
μεγαλύτερες εταιρείες δεν προωθούν το προϊόν, με τις αντίστοιχες επιπτώσεις
στην κατανάλωση.
Παράλληλα, οι διαφορετικές οικονομικές
κλίμακες στις οποίες εργάζονται οι μελισσοκόμοι, σε σύγκριση με τους άλλους
κρίκους της αλυσίδας, δημιουργούν μία ανισορροπία ισχύος, που ευνοεί τους
τελευταίους.
Σχέδιο δράσης για την ανάταξη του κλάδου της μελισσοκομίας
Σύμφωνα με το σχέδιο δράσης που
προτείνουν οι δύο αγροτικές και συνεταιριστικές οργανώσεις, η ΕΕ θα πρέπει να
προβεί σε μία σειρά ενεργειών για τη στήριξη του κλάδου της μελισσοκομίας, οι
οποίες κωδικοποιούνται ως εξής:
✱ Έλεγχος εισαγωγών και ιχνηλασιμότητα νοθείας
και απάτης.
Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, τα ζητήματα
νοθείας και απάτης ιεραρχούνται ως πρώτη προτεραιότητα, καθώς οι εισαγόμενες
ποσότητες θα πρέπει να βεβαιώνονται ότι παράγονται σύμφωνα με τον κοινοτικό
κανονισμό, ενώ η αναγραφή της χώρας προέλευσης καθίσταται απαραίτητη, καθώς και
των ποσοστών που αντιπροσωπεύουν τα μέλια διαφορετικών προελεύσεων στην
περίπτωση μειγμάτων. Η ανάπτυξη νέων τρόπων ανίχνευσης νοθείας, προσιτών σε
όλους τους εμπλεκόμενους, αλλά και η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού εργαστηρίου
αναφοράς για το μέλι κρίνονται σημαντικά, ενώ ζωτικής σημασίας θεωρείται ο
ρόλος του Κοινού Κέντρου Ερευνών. Οι οργανώσεις, ταυτόχρονα, προτείνουν την
έναρξη ενός συντονισμένου από την Κομισιόν σχεδίου, με τη συνδρομή των
κρατών-μελών, για τον έλεγχο των παρτίδων άνω των 20 τόνων που εισάγονται από
τρίτες χώρες, όπου αξιοποιώντας εξελιγμένες προσεγγίσεις θα βοηθά στον
εντοπισμό περιπτώσεων νοθείας ή απάτης.
Στην περίπτωση των εισαγωγών από την
Κίνα, οι οργανώσεις συστήνουν τον έλεγχο από τον Οργανισμό Τροφίμων και
Κτηνιατρικών θεμάτων της ΕΕ, όχι μόνο ως προς τα υπολείμματα, αλλά και ως προς
την παραγωγή –το κατά πόσο συμμορφώνεται με τον ευρωπαϊκό κανονισμό.
✱ Στήριξη παραγωγών μέσω ΚΑΠ, προγραμμάτων
προώθησης, παρατηρητηρίου και σύστηματος ιχνηλασιμότητας.
Η θέσπιση ενός συστήματος
ιχνηλασιμότητας θα προσέφερε μεγαλύτερη διαφάνεια των αγορών σε όλα τα στάδια
της εφοδιαστικής αλυσίδας. Αντίστοιχα, σημαντική κρίνουν οι Copa-Cogeca τη
δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για το προϊόν. Παράλληλα, ένας
ορισμός και των υπόλοιπων προϊόντων της κυψέλης θα επέτρεπε την καλύτερη
αξιοποίησή τους σε επίπεδο ΕΕ, ανοίγοντας νέους δρόμους για τους παραγωγούς.
Η έναρξη προγράμματος προώθησης του
ευρωπαϊκού μελιού στην κοινοτική αγορά για τις εγχώρια παραγόμενες ποσότητες θα
δρούσε ενισχυτικά και θα μπορούσε να περιλαμβάνεται στα ετήσια προγράμματα
προώθησης της Επιτροπής. Τα κράτη-μέλη θα μπορούσαν να ενθαρρυνθούν, ακόμη,
προτείνοντας μέτρα στήριξης για μελισσοκόμους και τις οργανώσεις τους μέσω του
δεύτερου Πυλώνα, στο πλαίσιο των στρατηγικών τους σχεδίων για τη νέα ΚΑΠ.
✱ Έλεγχοι εγχώριων αγορών και ενίσχυση της
συμμετοχής σε συλλογικά σχήματα.
Μεσοπρόθεσμα, οι προτάσεις των δύο
οργανώσεων αφορούν τα υποχρεωτικά πεδία ελέγχων σε εθνικό επίπεδο, όπου οι
αναλύσεις τους θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν και ελέγχους για ανίχνευση απάτης,
ενίσχυση του ρόλου και της συμμετοχής των μελισσοκόμων σε συλλογικά σχήματα,
εκστρατείες ενημέρωσης και προώθησης και μέσω των οργανώσεων που θα προάγουν τη
διατροφική αξία και τα οφέλη για την υγεία που έχει το προϊόν, αλλά και
επιβεβαίωση των ισχυρισμών υγείας της EFSA και τροποποίηση επισημάνσεων που
κατατάσσουν το μέλι στην «κόκκινη» κατηγορία.
✱ Εργαλεία διαχείρισης κινδύνων και ενθάρρυνση
συλλογικών δράσεων.
Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η δημιουργία
εργαλείων διαχείρισης κινδύνου μέσω των αγροτικών οργανώσεων, αλλά και η
ενθάρρυνση συλλογικών δράσεων των μελισσοκόμων, που στοχεύουν στην αγορά ή στη
διαφοροποίηση των προϊόντων τους, θα συνέβαλλαν θετικά, εξασφαλίζοντας
σταθερότητα εισοδήματος για τους παραγωγούς.
Πηγή-Μαρία Αντωνίου
Δημοσίευση σχολίου