Θυμαρίσιο – Έντονα αρωματικό μέλι, εξαιρετικά ευχάριστο στη γεύση με
ανοιχτόχρωμη λαμπερή εμφάνιση κατατάσσεται στις καλύτερες ποιότητες μελιού που
υπάρχουν. Κρυσταλλώνει σε διάστημα 6 με 18 μήνες από την παραγωγή του.
Παράγεται σε όλη τη νότια Ελλάδα και τα νησιά των Κυκλάδων, τον Ιούνιο και τον
Ιούλιο.
Πορτοκαλιάς – Έχει υπέροχο άρωμα και
εξαιρετική γεύση. Κρυσταλλώνει πολύ σύντομα σ΄ ένα με δύο μήνες. Είναι έντονα
ανοιχτόχρωμο και ο χρωματισμός του γίνεται άσπρος μετά τη κρυστάλλωση του.
Καστανιάς – Σκούρο, παχύρρευστο μέλι, με
ιδιαίτερο άρωμα που θυμίζει μαρόν γλασέ και ξηρούς καρπούς. Γεύση γεμάτη, με
αισθητά αρώματα ξηρών καρπών και εσπεριδοειδών.
Πευκόμελο – Το 65% περίπου της συνολικής
παραγωγής μελιού στην Ελλάδα είναι πευκόμελο. Δεν είναι ιδιαίτερα γλυκό, είναι
πλουσιότερο από το ανθόμελο σε ιχνοστοιχεία πρωτεΐνες και αμινοξέα και έχει
λιγότερες θερμίδες. Είναι από τις κατηγορίες μελιού που δεν κρυσταλλώνουν.
Προέρχεται κυρίως από τη βόρεια Εύβοια και τη Χαλκιδική. Ο τρύγος του γίνεται
το τρίμηνο Αύγουστος – Οκτώβριος.
Άλλες ποικιλίες – Στην αγορά μπορεί να βρούμε
και τα παρακάτω πιο σπάνια μέλια:
Ελάτης – Χρυσοκάστανο χρώμα. Προέρχεται
κυρίως από το Μαίναλο, τον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα και παράγεται τον Μάιο και
τον Ιούνιο.
Ελάτης βανίλια – Μέλι με κεχριμπαρένιο
χρώμα. Παράγεται στη Βυτίνα της Αρκαδίας και είναι το μοναδικό μέλι ΠΟΠ
(Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης) στην Ελλάδα.
Ερείκης – Είναι το τελευταίο μέλι της χρονιάς,
πριν από τον χειμώνα, είναι ανθόμελο και παράγεται από τον Οκτώβριο έως τον
Νοέμβριο.
Ανθέων – To μέλι που χαρακτηρίζεται έτσι
διαθέτει χρώμα περλέ είναι παχύρευστο και κρυσταλλώνει εύκολα. Μπορεί να
προέρχεται απ’ όλα τα λουλούδια της ελληνικής Φύσης που ανθίζουν Ιούλιο και
Αύγουστο.
Ευκαλύπτων – Φωτεινό χρώμα, ζωηρό άρωμα και
γεύση ευκάλυπτου. Πέραν του ότι είναι μια καλή φυσική θεραπεία για τα αναπνευστικά
προβλήματα, το μέλι ευκαλύπτου είναι ένα καλό αντισηπτικό λόγω των
μικροβιοκτόνων ιδιοτήτων του.
Βελανιδιάς – Το μέλι της Βελανιδιάς (Δρυς)
είναι σκούρου χρώματος (καφέ – μαύρο) και με ιδιαίτερη ευχάριστη γεύση.
Ονομάζεται επίσης «μελούρα», μέλι από «δέντρο», «μαύρο μέλι», «βελανιδόμελο»,
στα Αγγλικά «Oak honeydew» και στα Γερμανικά «Waldhonig» (μέλι δάσους). Το μέλι
της Βελανιδιάς δεν είναι ιδιαίτερα γλυκό, είναι πλούσιο σε αντιοξειδωτικές
ιδιότητες και περιέχει σε μεγάλες ποσότητες κάλλιο, μαγνήσιο, φώσφορο, σίδηρο
και νάτριο. Σε έρευνα που έκανε το ΑΠΘ το 2015 και σύγκρινε 48 δείγματα μελιών
απ’ όλο τον κόσμο, στην εξέταση της αντιοξειδωτικής τους δράσης αναδείχθηκε ως
ισχυρότερο το σκουρόχρωμο μέλι βελανιδιάς, ενώ ακολουθούν το έλατο, το ρείκι, η
καστανιά και το πεύκο. Ενδιάμεσες τιμές παρουσίασαν με την ακόλουθη φθίνουσα
σειρά τα μέλια: manuka, παλιουριού, θυμαριού και βαμβακιού.
Τριφύλλι (ανθόμελο από τις μεγάλες πεδιάδες
εντατικών καλλιεργειών του Θεσσαλικού Κάμπου και τη Μακεδονία), Ηλιοτρόπιο (με
διακριτικό άρωμα ηλιόσπορου και ανθέων, εξαιρετικά παχύρρευστο, με γεύση κάπως
ανισόρροπη, που αφήνει την αίσθηση πορτοκαλιού), Δεντρολίβανο (με φινετσάτο
άρωμα και γεύση, αρκετά ρευστό), Ακακία (αραιό, με εξαιρετικά λεπτό άρωμα και
γεύση ακακίας), Ελαιοκράμβη (συμπαγές, με υφή σαν γλυκό βανίλια και γεύση που,
παρά την πυκνότητά της, διαλύεται γρήγορα στο στόμα, αφήνοντας μια περίεργη
δροσιά και μια ελαιώδη γεύση, πολύ γλυκιά).
Μια μέση εργάτρια μέλισσα μπορεί να παράξει μόλις το 1/12 από ένα κουταλάκι του γλυκού μέλι κατά τη διάρκεια της ζωής της, ενώ για την παραγωγή ενός κιλού μελιού οι συλλέκτριες θα πρέπει να επισκεφθούν σχεδόν 4 εκατομμύρια άνθη.
Μια μέση εργάτρια μέλισσα μπορεί να παράξει μόλις το 1/12 από ένα κουταλάκι του γλυκού μέλι κατά τη διάρκεια της ζωής της, ενώ για την παραγωγή ενός κιλού μελιού οι συλλέκτριες θα πρέπει να επισκεφθούν σχεδόν 4 εκατομμύρια άνθη.
Δημοσίευση σχολίου