The Bee Friend. Πίνακας του Χανς Τομά (1863)
Στην Νέα Αγγλία, του δέκατου ένατου αιώνα, υπήρχε η παράδοση να ψιθυρίζουν στις μέλισσες έπειτα από την απώλεια κάποιου αγαπημένου τους προσώπου. Αυτό το περίεργο έθιμο ήταν αρκετά συνηθισμένο την εποχή εκείνη, ενώ συνεχίζεται μέχρι και στις μέρες μας, αλλά με διαφορετική μορφή. Η πιο διαδεδομένη και χαρακτηριστική απεικόνιση αυτής της παράδοσης συναντάται σε ένα ποίημα του 1858, του Τζον Γκρέινλαφ Ουιτιρ, με τίτλο “Telling the Bees”.
Ένας ανώνυμος ομιλητής επιστρέφει στο
σπίτι της αγαπημένης του μετά από απουσία ενός έτους. Περιγράφει την
προηγούμενη επίσκεψή του εκεί με ιδιαίτερη λεπτομέρεια, πριν παρατηρήσει ότι
τίποτα δεν άλλαξε. Η προσοχή του ομιλητή στρέφεται στα μελίσσια της
οικογένειας, εξαιτίας των κινήσεων ενός μικρού κοριτσιού που τραγουδάει μια
θλιβερή μελωδία καθώς σκεπάζει με ένα μαύρο ύφασμα τις κυψέλες.
Είναι φανερό από τις πράξεις της κοπέλας
ότι κάτι κακό έχει συμβεί εδώ. Το σπίτι είναι βυθισμένο στο πένθος. Μια
συνειδητοποίηση που μας μεταφέρει μια χειμωνιάτικη ψύχρα, μέσω του ομιλητή, ο
οποίος πλέον αρχίζει να ακούει με προσοχή τη μελωδία του κοριτσιού. Αυτή
σιγοτραγουδάει στις μέλισσες για κάποιον που ξεκίνησε για ένα ταξίδι που όλοι
κάποτε θα κάνουμε. Η πρώτη του σκέψη είναι ότι ο αγαπημένος του παππούς έχει
πεθάνει. Οι σκέψεις του διακόπτονται στη συνέχεια από τον γαύγισμα ενός σκύλου.
Αυτός γυρίζει το κεφάλι και κοιτάει. Εκεί, στην πόρτα, στέκεται ένας ηλικιωμένος, ο οποίος δείχνει αρκετά ζωντανός. Η κοπέλα συνεχίζει να τραγουδάει στις μέλισσες και τώρα μπορεί να καταλάβει τι τους λέει. «Μείνετε σπίτι, όμορφες μέλισσες, μην πετάξετε έξω. Η κυρία Μαίρη είναι νεκρή, πάει.» Μ’ αυτή τη φράση τελειώνει το ποίημα, προβάλλοντας τη σημασία των μελισσών σε ένα τελετουργικό που μεταφέρει ανθρώπινη θλίψη.
Ο ίδιος ο Γκρέινλαφ μπόρεσε να εντοπίσει
αυτή την παράδοση, μέσα από τη λαογραφία της αγροτικής Νέας Αγγλίας. Όταν
δημοσίευσε το ποίημα του σε μια εφημερίδα του 1858, περιέλαβε μια εισαγωγή όπου
σημειώνει ότι αυτό το τελετουργικό ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα έχει αρχίσει
να εξασθενεί. Σε μια επιστολή του, το ίδιο έτος, προς την συνάδελφό του
ποιήτρια και συγγραφέα, Ρόουζ Τέρι Κουκ, εκφράζει την επιθυμία να διατηρηθεί το
συγκεκριμένο λαϊκό τελετουργικό.
Η έμφαση που δίνει ο Γκρέινλαφ σε αυτή
την έννοια της μετάδοσης σημαντικών πληροφοριών στις μέλισσες, υποδηλώνει ότι
υπάρχει μια ξεχωριστή σχέση μεταξύ των μελισσών και των ανθρώπων, που είναι
σημαντικό να διατηριθεί. Οι μέλισσες δεν ενημερώνονταν μόνο για τους θανάτους
μελών της οικογένειας, αλλά για όλα τα σημαντικά γεγονότα στη ζωή των κατόχων
τους, όπως μακρινά ταξίδια, γεννήσεις και γάμους.
Αυτό το έθιμο ίσως οφείλει την προέλευσή
του στην Κελτική μυθολογία, όπου η παρουσία μέλισσας μετά από κάποιον θάνατο,
σήμαινε ότι η ψυχή αποχωρίζεται από το σώμα. Η τελετουργία αυτή άκμασε κατά τον
18ο και 19ο αιώνα στις ΗΠΑ αλλά και την Δυτική Ευρώπη. Όταν κάποιο μέλος της
οικογένειας πέθαινε, σκέπαζαν κάθε κυψέλη με ένα μαύρο ύφασμα έτσι ώστε οι
μέλισσες να μοιράζονται το πένθος. Ήταν απαραίτητο η θλιβερή είδηση να
μεταδοθεί σε κάθε μία κυψέλη ξεχωριστά, χτυπώντας μια φορά και έπειτα
ψυθιρίζοντας τα θλιβερά μαντάτα.
Ο Τσαρλς Φιτζέραλντ, βρετανός
μελισσοκόμος και πρύτανης, στο βιβλίο “A Book about Bees” που έγραψε το 1886,
αναφέρει ότι αυτό το μήνυμα πρέπει να παραδοθεί στις κυψέλες τα μεσάνυχτα. Σε
άλλες περιοχές, όπως στη Νέα Αγγλία απλώς σκέπαζαν με μαύρο ύφασμα τις κυψέλες
και στη συνέχεια τραγουδούσαν τα νέα για τον νεκρό. Σε άλλες πριοχές πάλι
μετέφεραν τις πληροφορίες ψυθυριστά.
Η Τάμι Χορν μια συγγραφέας μελετητής και
μελισσοκόμος γράφει στο βιβλίο της “Bees in America” του 2005, ότι στο Νιου
Χάμσαϊρ, οι ειδήσεις των θανάτων δεν έπρεπε απλώς να τραγουδιούνται αλλά έπρεπε
οι στίχοι να έχουν και ομοιοκαταληξία. Μάλιστα έχει και ένα παράδειγμα που διασώζεται: «Bees, bees, awake! /
Your master is dead, / And another you must take.» Αν οι μέλισσες βούιζαν μετά απ’ αυτό, θεωρούνταν
καλός οιωνός. Η Χορν αναφέρει άλλο ένα τελετουργικό που συνδέεται με τον
θάνατο, σύμφωνα με το οποίο ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας έπρεπε να
μετατοπίσει όλες τις κυψέλες λίγο προς τα δεξιά, ώστε να σημάνει ότι μια μεγάλη
αλλαγή έχει συμβεί.
Οι συνέπειες αν δεν το έλεγαν στις
μέλισσες μπορούσαν να είναι τρομερές. Μια άλλη βικτοριανή βιολόγος, η Μάργκαρετ
Ουόρνερ Μόρλεϊ, στο βιβλίο της “The Honey-Makers” του 1899, αναφέρει μια
υπόθεση στο Νόρφολκ όπου ένας άνδρας αγόρασε μια κυψέλη μελισσών σε δημοπρασία.
Όταν ο άνδρας επέστρεψε στο σπίτι μαζί τους, οι μέλισσες αρρώστησαν. Έτσι έγινε
αντιληπτό στον νέο ιδιοκτήτη τους ότι δεν είχαν σωστά τεθεί σε πένθος μετά το
θάνατο του πρώην ιδιοκτήτη τους. Εκείνος τότε αποφάσισε να σκεπάσει την κυψέλη
με μαύρο πανί, και σύντομα οι μέλισσες ανέκτησαν την υγεία τους. Υπάρχουν
επίσης ιστορίες ολόκληρων αποικιών μελισσών που πέθαναν επειδή η οικογένεια δεν
τους ανακοίνωσε έναν θάνατο.
Κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου
αιώνα και μέχρι τον εικοστό, υπήρχαν αναφορές αγροτών που πίστευαν σθεναρά σε
αυτή την παράδοση. Το 1956 το Associated Press ανέφερε ένα περίεργο περιστατικό
στην κηδεία του Τζον Ζέπκα, ενός μελισσοκόμου από τους λόφους του Μπέρκσαϊρ.
Καθώς η νεκροφόρα έφτασε στον νεκροταφείο, ο κόσμος παρατήρησε ότι σμήνη
μελισσών κάθονταν πάνω στα στεφάνια με τα λουλούδια, χωρίς να ενοχλούν τους
παρεβρισκόμενους. Οι μέλισσες απλώς παρέμεναν ακίνητες. Αυτή η περίεργη
περίπτωση φάνηκε να επιβεβαιώνει την ανάγκη ναμεταδοθεί η πληροφορία στις
μέλισσες ενισχύοντας περαιτέρω την πεποίθηση ότι υπάρχει μια συμπάθεια μεταξύ
των μελισσών και των ανθρώπων.
Σύμφωνα με την λαογράφο Πάμελα Μακ
Άρθουρ Κόουλ, αυτά τα τελετουργικά θεωρούνταν αναχρονιστικά, ήδη από το 1894,
όπως για παράδειγμα το να αγγίξεις τον νεκρό πριν την ταφή γιατί θα εμφανιστεί
στο όνειρό σου. Η Κόουλ παρατηρεί ότι από το 1842 μόνο λίγα άτοματηρούσαν αυτήν
την παράδοση. Δεκαέξι χρόνια πριν το ποίημα του Γκρέινλαφ.
Πέρα απ’ τους θανάτους όμως οι μέλισσες
συμμετείχαν και σε άλλα γεγονότα. Σύμφωνα με την Μόρλεϊ, στη Βρετάνη υπήρχε η
παράδοση στους γάμους να διακοσμούνται οι κυψέλες με κόκκινο ύφασμα, ενώ στη
Βεστφαλία οι νεόνυμφοι έπρεπε να συστυθούν στις μέλισσες, αν ήθελαν να έχουν
έναν ευτυχισμένο γάμο.
Η Σύλβια Πλαθ, η οποία έγραψε το “Bee
poems“, είχε άμεση σχέση με τη μελισσοκομία καθώς ο πατέρας της ήταν γνωστός
εντομολόγος με εξειδίκευση στις μέλισσες. Λίγο πριν την αυτοκτονία της, η Πλαθ
άρχισε να διατηρεί η ίδια μέλισσες. Στο “The Arrival of the Bee Box” (1962),
συγκρίνει την ξύλινη κυψέλη με ένα μικρό φέρετρο και αναφέρεται στη σίτα της
μάσκας του μελισσοκόμου με την πλερέζα, υπονοόντας τις σαφείς συνδέσεις μεταξύ
μελισσοκομίας, θανάτου και πένθους.
Πίνακας του Justin Fitzpatrick με τίτλο
The Arrival of the Bee Box, αφιερωμένος στην Σύλβια Πλαθ. 2008
Σήμερα, με την κρίση των μελισσών να φτάνει σε ανησυχητικά ύψη, φαίνεται ότι έχουμε αναβιώσει μια αντίστοιχα νοσηρή οικειότητα με τις μέλισσες. Μέσα στο 2018, Γάλλοι μελισσοκόμοι πραγματοποίησαν συμβολική κηδεία στις μέλισσες, διαμαρτηρόμενοι με αυτόν τον τρόπο για την αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων που ευθύνεται για τον θάνατο των μελισσών. Και ενώ αρκετοί από το 19ου αιώναθεωρούσαν ότι το έθιμο αυτό θα χάνονταν, καθως αποκτήσαμε γνώση πάνω στην μελισσοκόμία, η κίνηση των Γάλλων που διαμαρτύρονται με κυψέλες σε σχήμα φέρετρου βεβαιώνει την κληρονομιά της, δίνοντας της άλλες πτυχές.
Δεδομένου ότι οι μέλισσες επικονιάζουν
70 από τις 100 καλλιέργειες που τροφοδοτούν το 90% του πλανήτη και όσο το
μέλλον της μέλισσας παραμένει αβέβαιο αυτή η κηδεία χρησιμεύει ως ισχυρή
υπενθύμιση ότι η μοίρα μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή των μελισσών. Αν
ήρθε η ώρα γι αυτές να κάνουν το “ταξίδι που όλοι κάποτε θα κάνουμε” τότε ίσως
πρέπει να αναλογιστούμε αν και για εμάς έρθει νωρίτερα από ό,τι περιμένουμε.
Η αναπαράσταση της διαδικασίας του Telling the Bees από ένα φιλμ του 1926:
Η αναπαράσταση της διαδικασίας του Telling the Bees από ένα φιλμ του 1926:
Δημοσίευση σχολίου