Translate - ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ

SLIDESHOW / ZAKYNTHOS

ΜΕΛΙΣΣΟΘΕΡΑΠΕΙΑ (APITHERAPY Β' ΜΕΡΟΣ)

Το μέλι ως θεραπευτικό μέσο

Για να αποκαλυφθεί σε όλους η μεγάλη σπουδαιότητα της χρήσης του μελιού στο «ευ ζην» του ανθρώπου, παρακάτω αναφέρεται η δράση του σε κάθε παθολογικήκατάσταση, η οποία μπορεί να ταλαιπωρήσει τον ανθρώπινο οργανισμό.

Πεπτικό – Απεκκριτικό Σύστημα

Οι αναφορές για τη χρήση του μελιού στην αντιμετώπιση γαστρεντερικών προβλημάτων χάνονται στα βάθη της ιστορίας.
Στο Κοράνι αναφέρεται ότι προφήτης Μωάμεθ συνιστούσε στους πιστούς τη χρησιμοποίηση του μελιού για την αντιμετώπιση της διάρροιας, το ίδιο και ο Κέλσιος (25 π.Χ.) (Al-Bukhari,(740
AD) 1976, Celsus (25 AD), 1935).
Η ισορροπημένη αναλογία θρεπτικών και βιολογικά ενεργών συστατικών καθιστούν το μέλι και τη γύρη, τα προϊόντα της μέλισσας, που έχουν ως επί το πλείστον χρησιμοποιηθεί σε γαστροεντερικές παθήσεις.
Το μέλι συγκεκριμένα συστήνεται σε περιπτώσεις μειωμένης όρεξης, ή νευρικής ανορεξίας, ιδιαίτερα σε νεαρής ηλικίας άτομα.
Η συχνή κατανάλωση μελιού βελτιώνει τη πέψη των τροφών και την καλή αφομοίωσή των, ιδιαίτερα όταν η παθολογική κατάσταση οφείλεται στην έλλειψη συγκεκριμένων ενζύμων. Η επίδρασή του απορρέει κυρίως από την αντι- ερεθιστική, αναλγητική, αντιοξειδωτική και ανοσοποιητική δράση του (260a). Η ήπια υπακτική του δράση οφείλεται η υψηλή περιεκτικότητά του σε φρουκτόζη.
Το σάκχαρο αυτό - μέσω της ώσμωσης – προκαλεί την δίοδο νερού μέσα από το έντερο, διευκολύνοντας έτσι την απέκκριση, με ταυτόχρονη αποφυγή των προβλημάτων που δημιουργούν τα υπακτικά συμβατικά φάρμακα, όπως τον ερεθισμό των εντερικών τοιχωμάτων (Donadieu, 1987). Έτσι προβλήματα δυσκοιλιότητας ιδιαίτερα σε βρέφη και παιδιά μπορούν να αντιμετωπιστούν με τη
χρήση αποκλειστικά μελιού.
Αντίστοιχα με τη χρήση του μελιού μπορούν να αντιμετωπιστούν και προβλήματα βρεφικής γαστρεντερίτιδας.
 Μέλι σε συγκέντρωση 5% κ.ο. σε αντικατάσταση της γλυκόζης σε ορρό με τους βασικούς ηλεκτρολύτες, για την αντιμετώπιση της αφυδάτωσης δόθηκε σε 85 παιδιά που εισήχθησαν στο
νοσοκομείο με γαστρεντερίτιδα (Ηaffejee & Moosa, 1985). Ταυτόχρονα σε μια δεύτερη ομάδα παιδιών (85 παιδιά) χορηγήθηκε ο ορρός που συνήθως χρησιμοποιείται σ’ αυτές τις περιπτώσεις (2% β.ο. γλυκόζης με τους σχετικούς ηλεκτρολύτες). Στα παιδιά που έλαβαν το διάλυμα με το μέλι η βακτηριακή διάρροια διάρκεσε στατιστικά μικρότερο χρονικό διάστημα, 58 ώρες αντί 93 ώρες, ενώ δεν παρουσιάστηκε αρνητική επίδραση στη με βακτηριακή διάρροια.
Η καθημερινή κατανάλωση μελιού ελαττώνει τον συνολικό αριθμό μικροβίων του εντερικού σωλήνα. Επίσης δρα συνεργιστικά στη θεραπεία και ανάρρωση των ασθενών από έλκος του δωδεκαδάκτυλου ή έλκος στομάχου. Σε περιπτώσεις ανάρρωσης τέλος μετά από χειρουργικές επεμβάσεις σε κακοήθες κόλον ή καρκίνο της έδρας, η χρήση του μελιού μειώνει την πιθανότητα υποτροπιασμού,καθώς ενισχύει τον οργανισμό του ανθρώπου με συστατικά που διεγείρουν το
ανοσοποιητικό σύστημα (260b)
Κλινικές δοκιμές σε 45 ασθενείς με δυσπεψία, οι οποίοι δεν έπαιρναν άλλο φάρμακο παρά μόνο 30 γρ. μελιού πριν τα γεύματα, τρεις φορές την ημέρα. Μετά το πέρας της θεραπείας οι ασθενείς στους οποίους εμφανιζόταν αίμα στα κόπρανα, μειώθηκαν από 37 σε 4, οι ασθενείς με δυσπεψία μειώθηκαν από 41 σε 8, ενώ ύστερα από ενδοσκόπηση αποδείχθηκε ότι οι ασθενείς με έλκος του
δωδεκαδακτύλου θεραπεύτηκαν σε ποσοστό 70%.
Όσον αφορά στην χρήση σκευασμάτων που συνδυάζουν τις θεραπευτικές ιδιότητες του μελιού και συγκεκριμένων αιθέριων ελαίων – arohoneys, συνιστώνται τα παρακάτω :
 

.
Το μέλι δρώντας συνεργιστικά με την πρόπολη, ως propohoney, έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικό στην αντιμετώπιση της χρόνιας βροχίτιδας.
Τέλος ο συνδυασμός μελιού και συγκεκριμένων αιθέριων ελαίων (arohoney) έχει δώσει ενθαρρυντικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της πνευμονίας. Η Επιτροπή Apitherapy συνεργαζόμενη με το Ιατρικό Ινστιτούτο Finlay στην Αβάνα της Κούβας, υλοποίησε πρόγραμμα χρησιμοποίησης σκευάσματος μελιού ευκαλύπτου ή λεβάντας ενισχυμένο με αιθέριο έλαιο ευκαλύπτου των ειδών Eucalyptus globules ή Eucalyptus radiata, και δεντρολίβανου Rosmarinus
officinalis

Ωτο-ρυνο-λαρυγγικά προβλήματα

Το μέλι, ιδιαίτερα από τα υπόλοιπα προϊόντα της μέλισσας, έχει χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο για την αντιμετώπιση προβλημάτων όπως ο βήχας, η φαρυγγίτιδα ή η λαρυγγίτιδα. Από τους πρώτους που αναγνώρισαν αυτή τη δράση του μελιού, ο Διοσκουρίδης (50 π.Χ.) συνιστούσε τη χρήση του μελιού για την αντιμετώπιση του βήχα και των φλεγμονών στο λαιμό και στις αμυγδαλές.
Η αντιβηχική, αποχρεμπτική και καταπραϋντική του δράση συνδέεται με την
περιεκτικότητά του σε συγκεκριμένα πτητικά συστατικά, καθώς επίσης και στην αντιμικροβιακή του δράση. Τα συστατικά αυτά επίσης ευθύνονται για την ανασταλτική δράση του μελιού στην ανάπτυξη του Corynebacterium diphtheriae,
τον υπεύθυνο της διφθερίτιδας παράγοντα.
Μέλι λεβάντας, θυμαριού ή ελάτης, ή ο συνδυασμός πρόπολης με ένα από τα παραπάνω μέλια έχει ευεργετική επίδραση σε περιπτώσεις αφωνίας ή απλής βραχνάδας.
Μέλι επίσης θυμαριού ενισχυμένο με αιθέριο έλαιο βασιλικού (Ocium basilicum basilicum) ή μέντας (Mentha piperita) μπορεί αντιμετωπίσει την ρινίτιδα ή την οξεία ρινίτιδα (spasmodic coryzas) η οποία μπορεί να συνοδεύεται από υψηλό πυρετό (Bouvin, 1998, Donnadieu, 1984).
Τέλος η καταπραϋντική ιδιότητα του μελιού δρα ευεργετικά στην αντιμετώπιση της αφθώδους
στοματίτιδας (άφθες), με επί τόπου εφαρμογή (Bouvin, 1998, Donnadieu, 1984).
- Πιο συγκεκριμένα συνιστώνται :

Στοματολογικά – Οδοντιατρικά προβλήματα :

Η υπερβολική κατανάλωση χυμών ή άλλων όξινων τροφών ή ποτών είναι γνωστό επιταχύνει την καταστροφή της αδαμαντίνης των δοντιών και ευνοεί την εμφάνιση της τερηδόνας. Έτσι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι και η κατανάλωση μελιού – τρόφιμο με όξινο pH (pH : 3,9-4,5), έχει την ίδια επίδραση στα δόντια.
Αντ’ αυτού έρευνες αποδεικνύουν ότι για το χρονικό διάστημα των 30 έως 180 πρώτων λεπτών μετά τη βρώση, το μέλι είναι τελείως ακίνδυνο για την αδαμαντίνη των δοντιών. Η ιδιότητα αυτή αποδίδεται κυρίως στην περιεκτικότητα του μελιού σε βασικά συστατικά, που θεωρούνται υπεύθυνα για την προστασία των δοντιών από τη διάβρωση, όπως το φθόριο, ο φώσφορος και
το ασβέστιο.
Ιδιαίτερα για ανθρώπους που παρουσιάζουν μειωμένες σιελογόνες εκκρίσεις, η περιεκτικότητα του μελιού σε οργανικό φώσφορο αποτελεί παράγοντα προστασίας κατά της τερηδόνας, ελαττώνοντας την διαλυτότητα των μεταλλικών στοιχείων, που παίρνουν μέρος στην «κατασκευή» του δοντιού, άρα και την απελευθέρωση του ασβεστίου από την αδαμαντίνη.

Κυκλοφορικά – Καρδιολογικά προβλήματα

Τα περισσότερα προϊόντα της μέλισσας επιδρούν ευνοϊκά στην κυκλοφορία του αίματος και στη καλή λειτουργία της καρδιάς. Έτσι το μέλι χαρακτηρίζεται ως καρδιοτονωτικό προϊόν χάρις κυρίως στην περιεκτικότητά του στον παράγοντα «glykutile». Το συστατικό αυτό που παράγεται από τις μέλισσες ρυθμίζει την καλύτερη χρησιμοποίηση των σακχάρων στο μυ της καρδιάς. Επίσης η
ακετυλοχολίνη που περιέχεται στο μέλι αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα της κυκλοφορίας του αίματος και του καρδιακού ρυθμού, καθώς διευρύνει τις στεφανιαίες αρτηρίες και διευκολύνει τη λειτουργία της καρδιάς (Bouvin, 1998).
Ίσως όμως η κυριότερη επίδραση στον ανθρώπινο οργανισμό που σχετίζεται με το κυκλοφορικό είναι η επίδραση των προϊόντων της μέλισσας και του μελιού ιδιαίτερα στη ρύθμιση του επιπέδου της «καλής»- HDL και «κακής» - LDL χοληστερόλης στο αίμα. Η χοληστερόλη αποτελεί ένα από τα λιπίδια που περιέχονται στο αίμα. Η μεταφορά της επιτυγχάνεται με την σύνδεσή της σε υδρόφιλες πρωτεϊνες, οπότε και σχηματίζονται οι λιποπρωτεϊνες. Οι λιποπρωτεϊνες διακρίνονται σε δύο είδη, υψηλής και χαμηλής πυκνότητας. Οι λιποπρωτεϊνες υψηλής πυκνότητας (HDL) μεταφέρουν τη χοληστερόλη από τα περιφερειακά αγγεία στο ήπαρ, όπου και μεταβολίζεται, αφήνοντας έτσι τα αγγεία καθαρά. Αντίθετα οι λιποπρωτεϊνες χαμηλής πυκνότητας- LDL- μεταφέρουν τη χοληστερόλη από το ήπαρ στα περιφερειακά αγγεία, οπότε και συσσωρεύεται εκεί προκαλώντας τη στένωση των αγγείων – αθηρωματική πλάκα. Η κατανάλωση μελιού, όπως και των άλλων προϊόντων της μέλισσας, προκαλεί την αύξηση της έκκρισης χολικών αλάτων στον εντερικό σωλήνα, τα οποία
δεσμεύουν τη χοληστερόλη και την απομακρύνουν από τον οργανισμό μέσω των κοπράνων. Έτσι παρατηρείται αξιοσημείωτη μείωση του επιπέδου της LDL χοληστερόλης, ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται αύξηση του επίπεδου της HDL χοληστερόλης.
Σε περιπτώσεις υψηλής πίεσης συνιστάται η κατανάλωση μελιού πορτοκαλιάς ή λεβάντας, ενώ σε περιπτώσεις χαμηλής πίεσης συνιστάται η κατανάλωση μελιού ελάτης.

Αιματολογικά - Ογκολογικά προβλήματα

Θα ήταν παρακινδυνευμένο να προσπαθήσουμε να αποδώσουμε στο μέλι και στα άλλα προϊόντα της μέλισσας, αντικαρκινικές ιδιότητες, κυρίως γιατί η συγκεκριμένη ασθένεια αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους φόβους του ανθρώπου και βέβαια γιατί, αν και η έρευνα έχει βελτιώσει κατά πολύ τις
πιθανότητες επιβίωσης και τις συνθήκες διαβίωσης του ασθενούς, εν τούτοις κατέχει ακόμη πολύ υψηλή θέση στη λίστα των αιτιολογιών θανάτου.
Παρ’ όλα αυτά όλοι οι επιστημονικοί κύκλοι συμφωνούν ότι στη μάχη κατά της ασθένειας υψηλή θέση κατέχει η κατάσταση του οργανισμού του ανθρώπου, ενώ τα τελευταία χρόνια διερευνάται ιδιαίτερα η σχέση της διατροφής και των συνθηκών διαβίωσης με την εκδήλωση του καρκίνου.
Προς αυτή την κατεύθυνση κλινικές δοκιμές σε ασθενείς με διαγνωσμένο καρκίνου στομάχου ή ορθού απέδειξαν ότι η κατανάλωση γύρης και μελιού, ως συμπληρωματική - της εγχείρησης – θεραπεία, βελτιώνει το ανοσοποιητικό σύστημα και ενισχύει τη δραστηριότητα των αντιοξειδωτικών ενζύμων, θωρακίζοντας έτσι τον οργανισμό του ασθενούς από ενδεχόμενες μεταστάσεις.

Η δράση όμως του μελιού που έχει μελετηθεί ευρέως και έχει αναγνωρισθεί και από την κλασσική ιατρική, είναι η προστασία που παρέχει η κατανάλωση ή η τοπική εφαρμογή μελιού στα υγιή κύτταρα ασθενών οι οποίοι δέχονται ακτινοβολία ή κάνουν χημειοθεραπεία, θεραπείες οι οποίες αν και απαραίτητες είναι υπεύθυνες για την εμφάνιση παθολογικών καταστάσεων. Συγκεκριμένα
ασθενείς με καρκίνο στον εγκέφαλο ή στον λαιμό, οι οποίοι δέχονται ακτινοβολία παρουσιάζουν συνήθως έντονη μείωση έκκρισης σιέλου. Ως αποτέλεσμα αυτού παρουσιάζεται μια αύξηση του πληθυσμού των βακτηρίων στο άνω αναπνευστικό, με πρωταγωνιστή το Streptococcus mutans. Η κατανάλωση μελιού στη συγκεκριμένη περίπτωση μειώνει στατιστικά σημαντικά του πληθυσμούς των βακτηρίων και ιδιαίτερα του Streptococcus mutans.
Οι ίδιοι ασθενείς υποφέρουν συχνά από μολύνσεις των βλεννογόνων - βεννογονίτιδα, στοματίτιδα . Σε μία έρευνα, που έγινε στο Τμ. Πυρηνικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Sains στην Μαλαισία, σε δείγμα 40 ασθενών, η κατανάλωση 20 γρ. μελιού 15 λεπτά πριν, 15 λεπτά μετά και 6 ώρες μετά την
αντινοβολία μείωσε κατά 75% την εμφάνιση βλεννογονίτιδας, ενώ συγχρόνως ένα ποσοστό 55% των ασθενών που έπαιρναν μέλι αύξησαν και το βάρος τους, ως ένδειξη καλής οργανικής κατάστασης, ενώ το σύνηθες είναι οι ασθενείς που υπόκεινται σε ακτινοβολίες να χάνουν βάρος (Biswal et al..).
Τέλος από πολλούς ερευνητές έχει καταδειχθεί η δράση του μελιού στην ανάσχεση της ανάπτυξης των καρκινικών κυττάρων σε χειρουργικές τομές αφαίρεσης όγκων. Το πρόβλημα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία με τη ολοένα και αυξανόμενη χρήση της λαπαροσκόπησης στην αντιμετώπιση διαφόρων μορφών καρκίνου, όπως στον καρκίνο των πνευμόνων (Wu JS. et al., 1997)
Ιδιαίτερα σ’ αυτή την περίπτωση συχνά παρατηρείται ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων στην τομή της παρακέντησης. Επικάλυψη με μέλι των τομών αυτών ανασχέτει ή παρεμποδίζει την εμφάνιση καρκινικών κυττάρων (Hamzaoglu et al).
Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή τη στιγμή από τη μια πλευρά διερευνώνται οι αντικαρκινικές ιδιότητες του μελιού ενώ από την άλλη έχει αποδειχθεί η ενισχυτική δράση του στα υγιή κύτταρα ασθενών που υπόκεινται σε χημειοθεραπεία ή ακτινοβολίες.

Γυναικολογικά προβλήματα

Η τοξιναιμία αποτελεί επιπλοκή της προχωρημένης εγκυμοσύνης. Τα συμπτώματα είναι υπέρταση, λευκωματουρία (ανίχνευση πρωτεϊνών στα ούρα), οίδημα και οξυθυμία. Οι πιο σοβαρές περιπτώσεις οδηγούν στην εκλαμψία. Τα αίτια της επιπλοκής αυτής δεν έχουν διερευνηθεί πλήρως, ενώ υπάρχει η άποψη ότι διατροφικοί παράγοντες μπορούν να δράσουν ανασταλτικά στην εξέλιξή της.
Σ’ αυτό το πλαίσιο η κατανάλωση μελιού έχει οδηγήσει στην ρύθμιση της υπέρτασης, διαστολικής ή συστολικής. Η υποτασική επίδραση του μελιού οφείλεται σε τρεις παράγοντες, στην καταπραϋντική του δράση, η οποία μπορεί να συγκριθεί με άλλα συμβατικά φάρμακα, στην διουρητική του δράση λόγω της υψηλής συγκέντρωσης φρουκτόζης και γλυκόζης και τέλος στην περιεκτικότητά του σε ουσίες ομοιάζουσες με τις προσταγλαδίνες, ουσίες οι οποίες έχουν υποτασική δράση (260a)

Διατροφικά προβλήματα:

Το μέλι χρησιμοποιείται σε καταστάσεις παιδικής κυρίως ανορεξίας ή νευρικής ανορεξίας ενηλίκων, στη δίαιτα ανάρρωσης από σοβαρές ασθένειες, ως επικουρικό μέσο ώστε ο ταλαιπωρημένος από σωματική ή πνευματική κούραση οργανισμός να αναλάβει (αθλητές, σπουδαστές), ή τέλος στην αντιμετώπιση του ανοιξιάτικου «λήθαργου», που ταλαιπωρεί πολλούς ανθρώπους όταν μετά από
έναν βαρύ και βροχερό χειμώνα μπαίνει η ηλιόλουστη άνοιξη.

Παιδιατρική

Ιδιαίτερα συνηθισμένες κατά την βρεφική και την πρώτη παιδική ηλικία είναι οι λοιμώξεις του αναπνευστικού και ιδιαίτερα του άνω αναπνευστικού συστήματος, όπως λαρυγγίτιδα, φαρυγγίτιδα, αμυγδαλίτιδα, κ.α.. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα οι λοιμώξεις αυτές εξελίσσονται σε χρόνιες παθήσεις. Μπορούν να διαταράξουν έτσι για μακρά χρονική περίοδο την φυσιολογική ανάπτυξη του
παιδιού, ιδιαίτερα όταν παρουσιάζουν συχνές υποτροπές και όταν η αντιμετώπισή τους βασίζεται στη συχνή χρήση αντιβιοτικών. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η χρήση του μελιού ως σιρόπι ή σε γαργάρες προστατεύει τον οργανισμό από τις υποτροπές και τις χρονίζουσες παθολογικές καταστάσεις (102, 285c).
Το μέλι χρησιμοποιήθηκε στη διατροφή των παιδιών από αρχαιοτάτων χρόνων.
Αλλά και στη νεότερη παιδιατρική βιβλιογραφία υπάρχουν αναφορές για τη χρήση του μελιού στην αντιμετώπιση δυστροφιών – ανωμαλιών στην ανάπτυξη – και σοβαρών περιπτώσεων δυσπεψίας.
Το μέλι στην παιδική διατροφή βοηθάει την αύξηση του σωματικού βάρους, καθώς αποτελεί πηγή άμεσα αφομοιώσιμων σακχάρων, ενώ τα μεταλλικά στοιχεία που περιέχει, όπως ασβέστιο και μαγνήσιο, αποτελούν βασικά στοιχεία δόμησης του σκελετού.
Το μέλι χρησιμοποιείται στην αντιμετώπιση της αναιμίας. Αποτελεί άμεση πηγή σιδήρου καθώς παρέχει στον οργανισμό και το σίδηρο, αλλά και τα ένζυμα τα υπεύθυνα για την αφομοίωσή του. Στην αντιμετώπιση της αναιμίας σημαντικό παράγοντα αποτελεί και η περιεκτικότητα του μελιού σε κοβάλτιο, σημαντικό στοιχείο στη δομή της βιταμίνης Β12, βιταμίνης υπεύθυνης για την παραγωγή
των ερυθρών αιμοσφαιρίων στον μυελό των οστών.
Η λακτουλόζη, ισομερές της λακτόζης, ευνοεί την ανάπτυξη των «καλών» βακτηρίων της χλωρίδας του πεπτικού συστήματος, βοηθώντας έτσι την ανάπτυξη ενός υγιούς πεπτικού συστήματος. Ταυτόχρονα η βακτηριοστατική και βακτηριοκτόνος δράση του μελιού περιορίζει τη ανάπτυξη και δράση των «κακών» βακτηρίων και ιδιαίτερα αυτών που ανήκουν στις ομάδες των κολοβακτηριδίων και της σαλμονέλλας..
Οι αντιοξειδωτικοί παράγοντες τα ένζυμα τα αρωματικά συστατικά και τα αιθέρια έλαια που περιέχονται διευκολύνουν, ρυθμίζουν τον μεταβολισμό του βρέφους. Η κατανάλωση μελιού συνιστάται σε περιπτώσεις εμετικών κρίσεων, δυσκοιλιότητας (τα «καλά» βακτήρια έχουν υπακτική δράση) και ανορεξίας (περιεκτικότητα σε βιταμίνες της ομάδας Β). Ως ελαφρά όξινη τροφή διευκολύνει τον μεταβολισμό των πρωτεϊνών και των λιπιδίων και την καθίζηση της καζεΐνης,
διευκολύνοντας έτσι το βρέφος να δεχθεί πιο εύκολα το γάλα. Το γάλα έτσι δεν προκαλεί δυσπεψία, ούτε τυμπανισμό (μετεωρισμό).

Δηλητηριάσεις

Η κατανάλωση μελιού βοηθάει στην προσαρμογή των εργαζόμενων σε ανθυγιεινά περιβάλλοντα και ιδιαίτερα αυτών που εργάζονται σε περιβάλλοντα με υψηλή συγκέντρωση βαρέων μετάλλων όπως κάδμιο, μόλυβδο ή υδράργυρο.

Δερματολογικές παθήσεις :

Ανάμεσα στις πιο ουσιαστικές και θεμελιώδεις θεραπευτικές ιδιότητες του μελιού πρέπει να αναφερθεί η επίδρασή του σε οποιασδήποτε προέλευσης και αιτιολογίας πληγή δερματικού ιστού εσωτερικού ή εξωτερικού.. Η αναλγητική, επουλωτική και αντιφλεγμονώδη δράση του ήταν γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων στους θεραπευτές, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το μέλι στην μεταχείριση
οποιουδήποτε τύπου λύσης του δέρματος, ασθένειας, ατυχήματος ή πολεμικών επιχειρήσεων. Στα νεώτερα χρόνια το μέλι χρησιμοποιήθηκε για τη θεραπεία διάφορης αιτιολογίας πληγών όπως φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί :
Είδη πληγών των οποίων η μεταχείριση με μέλι ήταν επιτυχής
Εκδορές - Κοψίματα (Blomfield, 1973, Zaib,1934)
Ακρωτηριασμοί (Lucke, 1935)
Αποστήματα (Farouk et al., 1988)
Πληγές κατάκλισης (Somerfield, 1991, Efem, 1988)
Εγκαύματα (Adesunkanmi et al., 1994, Efem, 1988)
Φλύκταινες (Yang, 1944)
Συρίγγια (Lucke, 1935)
Κακοήθη έλκη (Efem, 1988)
Τομές εγχείρησης (Ndayisaba et al., 1993)
Εσωτερικές πληγές του κοιλιακού τοιχώματος και του περινέου (McInerney,
1990)
Διαβητικά έλκη (Tovey, 1991, Wood et al., 1997)
Ελκη των άκρων ασθενών που πάσχουν από λέπρα (Tovey, 1991)
Μεγάλα σηπτικά έλκη (Yang, 1944)

Πιο συγκεκριμένα η θεραπευτική δράση του μελιού μπορεί να αποδοθεί στιςπαρακάτω κύριες δράσεις του:

Βελτίωση του ανοσοποιητικού συστήματος :
Δραστηριοποιεί την παραγωγή και κινητοποίηση των πολυμορφικών λευκοκυττάρων, των πρώτων «στρατιωτών» που στέλνονται από τον οργανισμό στο σημείο που έχει «χτυπηθεί» (Abuharfeil et al., 1999) Επίσης επιταχύνεται η παραγωγή κυτοκινών (TNFα- IL-6 IL-1), των «αγγελιοφόρων» που κινητοποιούν την αντίδραση του οργανισμού σε οποιαδήποτε προσβολή (Jones et al., 2000).
Το μέλι προμηθεύει τα μακροφάγα κύτταρα με γλυκόζη, απαραίτητη για την παραγωγή υπεροξειδίου του υδρογόνου (H2O2), απαραίτητου για την καταστροφή των βακτηρίων (Ryan and Majno, 1977). Ταυτόχρονα προσφέρει το υπόστρωμα για την γλυκόλυση, την κύρια πηγή ενέργειας στη διαδικασία τη φαγοκύτωσης και επιπλέον το όξινο περιβάλλον (το μέλι έχει όξινο pH) στα κενοτόπια του
πρωτοπλάσματος των φαγοκυττάρων, που διευκολύνει το θάνατο των βακτηρίων
που έχουν εγκιβωτιστεί από αυτά (Ryan and Majno, 1977).
Αντιφλεγμονώδης δράση :
Η φλεγμονή που δημιουργείται σε κάθε είδους πληγής, αποτελεί φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού. Παρόλα αυτά εάν είναι εκτεταμένη ή παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί να προκαλέσει ανάσχεση της διαδικασίας ίασης της πληγής αλλά και επιπλοκές. Ως ιδιαίτερα σοβαρή επιπλοκή μπορούμε να αναφέρουμε την παραγωγή ελεύθερων ριζών στους ιστούς (Flohe et al., 1985).
Οι ελεύθερες ρίζες μπορούν να διασπάσουν λιπίδια , πρωτεΐνες και νουκλεϊνικά οξέα , βασικά συστατικά των κυττάρων, διαδικασία η οποία μπορεί να οδηγήσει σε διάβρωση του περιβάλλοντος την πληγή δερματικού ιστού (Cochrane, 1991).
Γι αυτό τον λόγο απαιτείται η χρήση αντιφλεγμονωδών και την αντιμετώπιση πληγών. Όμως τα αντιφλεγμονώδη που χρησιμοποιεί η κλασσική ιατρική παρουσιάζουν σοβαρές αντενδείξεις. Έτσι τα κορτικοστεροειδή καταστέλλουν την αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος του ασθενούς αλλά και την αναγέννηση του επιθηλιακού ιστού (Bucknall, 1984), ενώ τα μη-στεροειδή αντιφλεγμονώδη δημιουργούν προβλήματα κυρίως στομαχικά (Brooks, 1985).
Αντίθετα για το μέλι δεν έχουν αναφερθεί αντεδείξεις.

Αντιβακτηριακή δράση :
Μεγάλος όγκος βιβλιογραφικών πηγών αναφέρεται στην αντιβακτηριακή δράση του μελιού εναντίον πολλών βακτηρίων, τα οποία συνήθως απομονώνονται σε οποιασδήποτε αιτιολογίας πληγή. Μέσα όμως από τις ίδιες βιβλιογραφικές αναφορές αναδεικνύεται και το «μειονέκτημα» που παρουσιάζει το μέλι ως θεραπευτικό σκεύασμα στην ιατρική πρακτική.
Το μέλι δεν είναι βιομηχανικό προϊόν, διαφοροποιείται ανάλογα με την πηγή του νέκταρος ή του μελιτώματος που συλλέγουν οι μέλισσες, επηρεάζεται από τις συνθήκες συλλογής του, από την φυσιολογική κατάσταση του μελισσιού, από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Έτσι όχι μόνο το μέλι ελάτης διαφέρει από το μέλι ακακίας, αλλά και το μέλι ελάτης της μιας χρονιάς διαφοροποιείται από το ίδιο μέλι της επόμενης χρονιάς.
Μπορεί λοιπόν εύκολα να αναρωτηθεί κάποιος, ‘έχουν όλα τα μέλια την ίδια αντιβακτηριακή δράση;’. Είναι προφανές πως η απάντηση στην ερώτηση είναι ‘όχι’. Το γεγονός αυτό, γνωστό στους εμπειρικούς θεραπευτές των αρχαίων χρόνων (Διοσκουρίδης, 50 μ.Χ., Αριστοτέλης, 350 π.Χ.)
μόνο τα τελευταία χρόνια έγινε αντικείμενο συστηματικής μελέτης, συνδυαζόμενο με την ‘πηγή’ της αντιβακτηριακής δράσης του κάθε είδους μελιού ξεχωριστά.
Έτσι πρόσφατες μελέτες στην Σαρδηνία προσπαθούν να αξιολογήσουν τις θεραπευτικές ιδιότητες συγκεκριμένα του μελιού της
 ουμαριάς – Arbutus unedo ( Floris and Prota, 1989), ενώ καταξιωμένη πλέον είναι η αντιβακτηριακή δράση του μελιού Manuka, το οποίο παράγεται από το νέκταρ αυτοφυούς θάμνου της Ν. Ζηλανδίας (Leptospermum scoparium , Myrtaceae).
Εν κατακλείδι αν και υπάρχουν πολλές μελέτες που αποδεικνύουν την ικανότητα του μελιού να αναχαιτίζει την ανάπτυξη, ή και να σκοτώνει όλα τα είδη βακτηρίων, που συνήθως απομονώνονται σε μία πληγή, σε πολύ μικρότερες συγκεντρώσεις από ότι τα ανάλογα αντιβιοτικά ή αντισηπτικά (Dunford et al., 2000, Cooper et al., 1999, Ndayisaba et al., 1993), τα αποτελέσματα αυτά δεν μπορούν να είναι συγκρίσιμα γιατί δεν αναφέρουν το είδος του μελιού. Η έρευνα πρέπει να εστιαστεί σε συγκεκριμένα είδη μελιού ή σε μέλια με συγκεκριμένα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά, των οποίων η παραγωγή και η τυποποίηση υπόκειται σε συγκεκριμένους κανόνες. Το μέλι αυτό θα πληρεί τις προδιαγραφές της συμβατικής ιατρικής και θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θεραπευτικό μέσο.
Η αναγκαιότητα αυτή αναγνωρισμένη από πολλούς φορείς που ασχολούνται με την Apitherapy οδήγησε ήδη από το 1984 μια ομάδα νοσηλευτριών του χειρουργικού τμήματος του νοσοκομείου CHRU στην Limoges της Γαλλίας, υπό την επίβλεψη του Pr. Descottes να στοιχειοθετήσουν ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο χρήσης μελιού και ζάχαρης στην αντιμετώπιση πληγών. Αφορμή γι’
αυτήν την προσπάθεια στάθηκε η κατ’ αρχήν χρήση του μελιού στην αντιμετώπιση ενός εκτεταμένου έλκους στην κοιλιακή χώρα ασθενούς, από την αφαίρεση αποστήματος. Η πληγή έκλεισε σε 8 μόνο ημέρες, και έκτοτε οι νοσηλεύτριες συστηματοποιώντας τη χρήση του μελιού σε διαφορετικής φύσης
και έκτασης πληγές, δοκιμάζοντας διάφορες μεθόδους εφαρμογής και καταγράφοντας τα στάδια ίασης, κατέληξαν στο συγκεκριμένο πρωτόκολλο το οποίο και κοινοποιήθηκε .
Κατά τη διάρκεια των επόμενων 10 ετών η εφαρμογή του συγκεκριμένου πρωτοκόλλου έγινε σε 500 ασθενείς με έλκη διάφορης αιτιολογίας, έλκη κατάκλισης, πυώδεις πληγές, κιρσώδη έλκη, έλκη από
ατυχήματα. Η αποτελεσματικότητα έφτασε στο 90%, η επούλωση των πληγών ήταν σαφώς πιο γρήγορη, συγκρινόμενη με τα συμβατικά χρησιμοποιούμενα αντισηπτικά όπως τα Biogaze, Debrisan (0,78 sqcm/ημέρα, 0,4 sqcm/ημέρα αντίστοιχα), η παραμονή των ασθενών στο νοσοκομείο πιο σύντομη και η θεραπεία πιο φτηνή (3 €/ημέρα έναντι των 75 €/ημέρα).
Συμμετέχοντας σ’ αυτή την προσπάθεια η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Apitherapy εξέδωσε φυλλάδιο με τους «Κανόνες ορθής πρακτικής» παραγωγής μελιού για ιατρική χρήση. Το φυλλάδιο αυτό λειτουργεί και ως Συμβόλαιο, που υπογράφεται από τους μελισσοκόμους, οι οποίοι ενδιαφέρονται να προμηθεύσουν με μέλι συγκεκριμένα νοσοκομεία. Την εποπτεία της σχέσης αυτή έχει η Ευρωπαϊκή
Εταιρεία Apitherapy .
Προς την ίδια κατεύθυνση το 1998 ξεκίνησε πρόγραμμα χρήσης του μελιού στη θεραπεία εγκαυμάτων. Στο πρόγραμμα αυτό συνεργάσθηκαν η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Apitherapy , οι υγειονομικές αρχές της χώρας , το ινστιτούτο Estasion Experimental Apicola of Havana και το νοσοκομείο Calixto Garcia Hospital of Havana. Για τις ανάγκες του προγράμματος εκπαιδεύτηκαν 235 γιατροί και νοσηλευτές. Ύστερα από 3 χρόνια (2001) η θεραπεία είχε εφαρμοστεί σε 600
ασθενείς με πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Το θεραπευτικό σκεύασμα ήταν καλά αποδεκτό από τον οργανισμό, η περίοδος θεραπείας πιο σύντομη, βακτηριολογικές προσβολές δεν παρατηρήθηκαν και τέλος η θεραπεία ήταν πολύ πιο οικονομική, συγκρινόμενη με την κλασσική. Ύστερα από αυτά τα αποτελέσματα το πρόγραμμα επεκτάθηκε σε 16 περιφέρειες της χώρας.
Ανάλογες έρευνες για την αποτελεσματικότητα του μελιού στην θεραπεία των εγκαυμάτων έγιναν κατά τη δεκαετία του 2000 και σε άλλες χώρες όπως Αγγλία, Ολλανδία, Αυστραλία, Ινδία κα (Postmes, 2001), με ανάλογα αποτελέσματα.
Ενδεικτικά παραθέτουμε τα αποτελέσματα κλινικής μελέτης που έγινε συνολικά  σε 104 ασθενείς με διαφόρου βαθμού εγκαύματα (Subrahmanyam, 1991). Στους μισούς 52 η θεραπεία έγινε με μέλι, ενώ στους άλλους μισούς με τo Flamazine silver sulfadiazine).

Τελικά όλες αυτές οι προσπάθειες οδήγησαν το 1999 στην έγκριση, από τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων (TGA) της Αυστραλίας, και κυκλοφορία, του θεραπευτικού σκευάσματος με το εμπορικό όνομα Medihoney, για τη θεραπεία των εγκαυμάτων. Το Medihoney είναι 100% μέλι παραγόμενο βάσει συγκεκριμένων προδιαγραφών. Ακολούθησε η έγκριση άλλων δύο, με βάση το μέλι, σκευασμάτων στην Ολλανδία, το 2001, των HoneySoft ( Mediprof, Moerkapelle; The Netherlands) και Mesitin (Triticum bv, Maastricht; The Netherlands)

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το μέλι είναι τρόφιμο υψηλής θρεπτικής αξίας για τον άνθρωπο. Πέρα από αυτό
οι θεραπευτικές του δράσεις αξιοποιήθηκαν από τον άνθρωπο από την αυγή της
ιστορίας του. Βρισκόμαστε ποια σε μία περίοδο που οι δράσεις αυτές
αποδεικνύονται και ερευνητικά και το μέλι όπως και τα υπόλοιπα προϊόντα της
μέλισσας γίνονται αποδεκτά και στην συμβατική ιατρική.
Η χρήση των προϊόντων της μέλισσας στην ιατρική – Apitherapy, όπως και η
συνεργιστική δράση αυτών μεταξύ τους αλλά και με άλλα φυσικά προϊόντα -
Api-pharmacopeia, ανοίγει το δρόμο για μία «πράσινη» ιατρική. Η «πράσινη»
ιατρική στοχεύει κατ’αρχήν στον άνθρωπο και μετά στην ασθένεια. Ενισχύοντας
τον οργανισμό του δίνει τη δυνατότητα – τις δυνάμεις, να αντιμετωπίσει την
ασθένεια.
Ένα δίκτυο παραγωγής προϊόντων της μέλισσας για χρήση στην αντιμετώπιση
των ασθενειών αρχίζει να δημιουργείται. Πρώτος κρίκος, ο μελισσοκόμος, ο
οποίος προσαρμόζει την μελισσοκομική του πρακτική στην ανάγκη παραγωγής
ποιοτικών και με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προϊόντων. Τα προϊόντα αυτά
ελέγχονται για τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά και προωθούνται στις εταιρείες
παραγωγής φαρμάκων και από εκεί στα νοσοκομεία προς χρήση.
Οι χώρες που θα προσπαθήσουν να υλοποιήσουν τέτοια προγράμματα
παραγωγής μελισσοκομικών προϊόντων για ιατρική χρήση, αποκτούν ένα βαθμό
ανεξαρτησίας από τις πολυεθνικές εταιρείες φαρμάκων, χρησιμοποιούν τοπικές
φυσικές πρώτες ύλες, μπορούν να παράγουν φτηνά φάρμακα, δίνοντας
δυνατότητα πρόσβασης στην ιατροφαρμακευτική κάλυψη όλων των ανθρώπων,
ανεξαρτήτου οικονομικής δυνατότητας και τελικά προωθούν μία ιατρική, η οποία
σέβεται ταυτόχρονα και τον άνθρωπο και η οικολογική ισορροπία του
περιβάλλοντος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Abuharfeil, N., Al-Oran, R., Abo-Shehada, M. (1999). The effect of bee honey on
the proliferate activity of human B- and T-lymphocytes and the activity of
phagocytes. Food and Agriculture Immunology 11: 169-177.
Adesunkanmi, K.; Oyelami, O. A. (1994). The pattern and outcome of burn injuries at Wesley Guild
Hospital, Ilesha, Nigeria: a review of 156 cases. Journal of Tropical Medicine and Hygiene 97
(2): 108-112
Al-Bukhari, M. (740 AD) (1676). Sahih Al-Bukhari. Kazi Publications, Chicago,
USA (3rd. Edition)
Basson, N.J., du Troit, I.J., Grobler, S.R. (1994). Antibacterial action of honey on
oral streptococci. J. Dent. Assoc. S. Africa, 49(7): 339-341.
Berthold, R. (1997). Medicinal use of honey in folk medicine. American Bee
Journal 12: 872-873
Biswal, BM., Zakaria, A., Ahmand, NM. (2003). Topical application of honey in
the management of radiation mucositis: a preliminary study. Support Care
Cancer 11(4): 242-8
Blomfield, R. (1973). Honey for decubitus ulcers. Journal of the American Medical Association 224
(6): 905
Bouvin, F. (1998). « Role therapeutique du miel dans les plates cutanees
superficielles et profondes » These Univ. Victor Segales Bordeaux, France.
Brooks, FP. (1985). The pathophysiology of peptic ulcer disease. Digestive diseases
and Sciences 30(11): 15S-25S
Bucknall, TE. (1984). Factors affecting healing. In T.E. Bucknall H. Ellis (eds)
Wound healing for surgeons. BailliEre Tindall, London, UK, 42-74
Burlando, F. (1978). Sull’anzione terapeutica del miele nelle ustioni. Minerva
Dermatologica 113: 699-706
Celsus (25 AD). De Medecina. London Heinemann.
Cochrane, CG. (1991). Cellular injury by oxidants. American Journal of Medicine
91 (Suppl.3c):23S-30S.
Cooper, R.A., Mollan, P.C., Harding, K.G. (1999). Antibacterial activity of honey
against stains of Staphylococcus aureus from infective wounds. Journal of the
Royal Society of Medicine 92: 283-285.
Crane, E. (1975). “ Honey : A comprehensive Survey”. International Bee Research
Association/ Heinemann, London.
Cross, C.E., Halliwell, B., Borish E.T., Pryor, M.A., Ames, B.N., Saul, R.L.,
Mccord, J.M., Harman, D. (1987). Oxygen radicals and human diseases.
Annals of Internal Medicine 107: 526-545.
Donnadieu, Y. (1984). « Le miel » ed. Maloine : Les therapeutiques naturelles.
Donnadieu, Y. (1987). « Le pollen» ed. Maloine : Les therapeutiques naturelles.
Eaglestein, W.H. (1986). Wound healing and ageing. Dermatologic Clinics 4(3):
478-484
Efem, S.E.E.. (1988). Clinical observations on the wound healing dressing with pure natural honey.
British Journal of Surgery 75: 679-681
Farouk, A., Hassen, T., Kashif, H., Khalid, SA, Mutawali, I., Wadi, M. (1988). Studies on
Sudanese bee honey : laboratory and clinical evaluation. Int. J. Crude Res. 26(3) : 161-168.
Flohe, L., Beckmann, R., Giertz, H., Loschen, G. (1985). Oxygen-centered free
radicals as mediators of inflammation. In H. Sies (ed) Oxidative Stress. Academic
Press, London, UK, pp 403-435
Floris, I., Prota, R. (1989). Sul miele amaro di Sardegna. Apicoltore Moderno 80(2):
55-67.
Frankel, S., Robinson, G.E., Berenbaum, M.R. (1998). Antioxidant capacity and
correlated characteristics of 14 unifloral honeys. Journal of Apiculture Research
37(1): 27-31.
Gheldof, N., Engeseth, N.J. (2002). Antioxidant capacity of honeys from various
floral sources based on the determination of oxygen radical absorbance capacity
and inhibition of in vitro lipoprotein oxidation in human serum samples. J. Agric.
Food Ghem. 50(10): 3050-3055.
Hamzaoglu, I., Saribeyoglu, K., Durak, H., Karahasanoglu, T., Bayrak, I.,
Altug, T., Sirin, F., Sariyar, M. (2000). Protective covering of surgical wounds
with honey impedes tumor implantation. Arch Surg. 135 (12): 1414-7
Hansson, C., Hoborn, J., Moller A., Swanbeck, G. (1995). The microbial flora in
venous leg ulcers without clinical signs of infection. Acta Derm. Venereal
(Stockh) 75: 24-30.
Hejase, M.J., Bihrle, R., Coogan, C.L. (1996). Genital Fournier’s gangrene
experience with 38 patients. Urology 47(5): 734-739.
Hunt, T.K., Pai, M.P. (1975). The effect of varying ambient oxygen tensions on
wound metabolism and collagen synthesis. Surgery Gynaecology and Obstetrics
135: 561-567.
Jones, K.P., Blair, S., Tonks, A., Price, A., Cooper, R. (2000). Honey and the
stimulation of inflammatory cytokine release from a monocytic cell line. First
World Wound Healing Congress, Melbourne, Australia
Kajiwara, S., Hasand, G., Ustunol, Z. (2002). Effect of honey on growth and
acid production by intestinal Bifidobacterium spp.: An in vitro comparison to
commercial oilgosaccharides and inulin. J. Food Prot. 65: 214-218
Lucke, H. (1935). Wundbehandlung mit honig und lebertran. Deutsche Medizinische Wochenschrift
61 (41): 1638-1640.
McInerney, R.J.F. (1990). Honey remedy rediscovered. Journal of the Royal Society of Medicine
83: 127.
Midula, T. F., Snowden, S., Wood, R. M., Arnon, S. S. (1979). Isolation of
Clostridium botulinum from honey. Glean Bee Cult., 92Q 102-104
Molan, P.C. (1992). The antibacterial activity of honey. 1. The nature of the
antibacterial activity. Bee World 73(1): 5-28
Molan, P.C. (1998). A brief review of honey as a clinical dressing. Primary
Intentions 6 (4): 148-158
Molan, P.C. (1999a). The role of honey in the management of wounds. Journal of
Wound Care 8 (8): 423-426
Molan, P.C. (1999b). Why honey is effective as a medicine. 1. Its use in modern
medicine. Bee World 80 (2): 80-92.
Molan, P.C. (2001). Why honey is effective as a medicine. 1. Its use in modern
medicine. In ‘Honey and Healing’ ed. P. Munn & F. Jones. International Bee
Research Association, Cardiff, UK.
N.H.B., The National honey Board. The effect of honey on the growth od
bifidobacteria. Longmont, C.O.
Ndayisaba, G. ; Bazira, L. ; Habonimana, E. ; Muteganya, D. (1993). Clinical and bacteriological
results in wound treated with honey. Journal of Orthopedic Surgery 7 (2): 202-204
Pinchrofsky-Devin, G. (1994). Nutritional wound healing. Journal of wound Care
3(5): 231-234.
Postmes, T. (2001). The treatment of burns and other wounds with honey. In “Honey
and healing” ed. P. Munn and R. Jones. International Bee Research Association,
Cardiff, UK.
Postmes, T. J. ; Bosch, M. M. C. ; Dutrieux, R. ; van Baare, J ; Hokstra, M. J.
(1997). Spreading up the healing of burns with honey. An experimental study
with histological assessment of wound biopsies. Bee Products: Properties,
Applications and Apitherapy . A. Mizrahi and Y. Lensky, Eds. New York,
Plenum Pree. 27-37.
Postmes, T., Vandeputte, J. (1999). Recombinant growth factors of honey. Burns
25(7): 676-677.
Rosenblat, G., Angonne, A., Goroshit, A., Tabak, M., Neeman, I. (1997).
Antioxidant properties of honey produced by bees fed with medical plant extracts.
In Proceedings of the “Int. Conference on Bee Products, Properties, Applications
and Apitherapy”, Tel-Aviv, Israel : 49-55.
Ryan, G.B., Majno, G. (1977). Inflammation. Upjohn, Kalamazoo, Michigan, USA,
80pp.
Salem, S.N. (1981). Honey regimen in gastrointestinal disorders. Bulletin of Islamic
Medicine 1: 358-362.
Schepartz, A.I. (1966). Honey catalase: Occurrence and some kinetic properties. J.
of Apiculture Research 5: 167-176
Sela, M., Maroz, D., Gedalia, I. (2000). Streptococcus mutans in saliva of normal
subjects and neck and head irradiated cancer subjects after consumption of honey.
J. of Oral Rehabilitation 27(3): 269-270.
Silver, I.A. (1980). The physiology of wound healing. In T.K. Hunt (ed) Wound
healing and wood infection: theory and surgical practice. Appleton-Century-
Crofts, N. York, pp. 1128.
Somerfield, S.D. (1991). Honey and healing. J. of Royal Society of Medicine 84(3): 179
Steinberg, D., Kaine, G., Gedalia, I. (1996). Antibacterial effect of propolis and
honey on oral bacteria. Am. J. Dent., 9(6): 236-239
Subrahmanyam, M. (1993). Honey impregnated gauze versus polyurethane film
(OpSite) in the treatment of burns – a prospective randomized study. British
Journal of Plastic Surgery 46(4): 322-323
Subrahmanyame, M. (1991). Topical application of honey in treatment of burns.
British Journal of Surgery 78 (4): 497-498.
Swellam, T., Miyanaga, N., Onozawa, M., Hattori, K., Kawai, K., Shimazui, T.,
Akaza H. (2003). Antineoplastic activity of honey in an experimental bladder
cancer implantation model: In vivo and in vitro studies. International Journal of
Urology, 10(4): 213-219.
Tannock, G.W. (1999). ‘Probiotics: A critical review’. Horizon Scientific Press,
Wymondham, UK,
Tovey, F.I. (1991). Honey and healing. Journal of the Royal Society of Medicine 84 (7): 447.
Ustunol, Z. (2001). Oligosaccharide composition and content of honey from different
floral sources and their influence on growth of intestinal micro flora. Grant
Proposal for the National Honey Board. Michigan State University.
Ustunol, Z. @ Gandhi, H. (2002). Growth and viability of commercial
Bifidobacterium spp. in honey-sweetened skim milk. J. Food. Prot. 64(11):
1775-1779
Van Ketel (1994). Journal of the Dental Association of S. Africa, No 49 (cd
Apitherapy)
Wang, H., Cao, G., Prior, R.L. (1996). Total antioxidant capacity of fruits. J. Agric.
Food Ghem. 44: 701-705.
White, JW (1978). Honey. Adv. Food Res. 28: 288-374.
White, JW, Subers, MH (1963). Studies on honey inhibine. 2. A chemical assay.
Journal of Apiculture Research 2: 93-100
White, JW, Subers, MH (1964a). Studies on honey inhibine. 3. Effects of heat.
Journal of Apiculture Research 3: 45-50
White, JW, Subers, MH (1964b). Studies on honey inhibine. 4. Destruction of the
peroxide accumulation system by light. Journal of Food Science 29: 819-828
Wood, B., Rademacher, M., Molan, P. (1997). Manuka honey: A low cost leg ulcer dressing. N.Z.
Mad. J. 110(1040): 107
Wu, JS, Fair, AM, Ruiz, MB, Pfister, SM, Buettner, TL, Connett JM,
Fleshman, JW. (1997). When does tumor implantation occur at laparoscopic
trocar sites? Abstracts of “Digestive Disease Week”, The Society of Surgery of the
alimentary tract.
Yang, K. L. (1944). The use of honey in the treatment of chilblains, non- specific ulcers and small
wounds. Chinese Medical Journal 62: 55-60
Yoyrish, N. (1977). Curative properties of honey and venom. San Francisco: New
Guide Publications, pp198
Zaib (1934). Der honig in auberlicher. Anwendung. Munchener Medizinische Wochenscbrift (49):
1891-1893.
Ηaffejee, I. E., Moosa A. (1985). Honey in the treatment of infantile gastroenteritis.
British Medical Journal 290: 1866-1867
250-1989 : Proceedings of “the XXXIInd Int. Conference of Apimondia in
Apiculture, Rio de Janeiro – Brazil, p.523 (cd Apitherapy)
260a-1995 : Proceedings of the XXXIVth Int. Conference of Apimondia in
Apiculture, Lausane – Switzerland, p.401 (cd Apitherapy)
260b-1995 : Proceedings of the XXXIVth Int. Conference of Apimondia in
Apiculture, Lausane – Switzerland, p.428 (cd Apitherapy)
270 -1996. XVth Simposio de Propoleos de Apiterapia - IFAL, La Habana (Cuba)
p.27 (cd Apitherapy)
280 -1997. XXVth Int. Conference of Apimondia in Apiculture – Anwerpen
(Belgium), p.475 (cd Apitherapy)
285a - 1999. Proceedings of the XXXVIth Int. Conference of Apimondia in
Apiculture, Vancouver-Canada, p24. (cd Apitherapy)
285b - 1999. Proceedings of the XXXVIth Int. Conference of Apimondia in
Apiculture, Vancouver-Canada, p251. (cd Apitherapy)
285c -1999. Proceedings of the XXXVIth Int. Conference of Apimondia in
Apiculture, Vancouver-Canada, p226. (cd Apitherapy)
326-1997 : Proceedings of “Apitherapy ” Union Nationale de l’ Apiculture Francaise
-UNAF, Lausane, (cd Apitherapy)
117-Binet, C. : L’ homeopathie pratique. Ed. Dangles, p. 482 (cd Apitherapy)
120 – Chauvin R. “Traite de biologie de l’ abeille. Ed. Mansson et Cie (cd
Apitherapy)
102 – 1980. “La Propolis”. Ed. Apimondia (cd Apitherapy)
215 – 1976. Proceedings of the IInd Int. Symposium on Apitherapy, Bucarest
(Rommania), p154. (cd Apitherapy)
220–1978. Proceedings of the IIIrd Int. Symposium of Apitherapy – Portorose
(Yougoslavia), p.311 (cd Apitherapy)
230 –1981. Proceedings of the XXVIIIth Int. Conference of Apimondia in Apiculture
– Acapulco (Mexico), p.446 (cd Apitherapy)
235 –1983. Proceedings of the XXIXth Int. Conference of Apimondia in Apiculture –
Budapest (Hungary), p.439(cd Apitherapy)
245 – 1987. XXXIst Int. Conference of Apimondia in Apiculture – Warsaw (Poland),
p.550 (cd Apitherapy)
255 –1993. Proceedings of the XXXIIIrd Int. Conference of Apimondia in Apiculture
– Beijing (China), p.515 (cd Apitherapy)
265 – 1996. Proceedings of the ‘Int. Conference on Bee Products, Properties,
Applications and Apitherapy’. Tel Aviv, Israel, p. 38. (cd Apitherapy)
335 – 1996. ‘Bee Products’ ed. Mizhrahi & Lensky. Plenumm Press, N.Y. (cd
Apitherapy)
Πηγή

Δημοσίευση σχολίου

Copyright © XΡΥΣΟ ΜΕΛΙ ΖΑΚΥΝΘΟΥ. Designed by John Tsipas