Στην ταράτσα όπου ο Νίκος Χατζηλίας και η Μαρίλη Παππά παράγουν το πολυανθικό τους μέλι «Ηλιούπολη». (Φωτογραφίες: Άγγελος Γιωτόπουλος)
Οι αστικοί μελισσοκόμοι της Αθήνας αναβιώνουν μια πρακτική πολλών χιλιάδων ετών, ακολουθώντας το παράδειγμα των μεγαλύτερων πόλεων του κόσμουΕφορμούν σε κήπους, αυλές, παρτέρια, νησίδες, ακάλυπτους, φυτώρια, πλατείες και πάρκα, κάνουν και μια βόλτα από τις βραχώδεις πλαγιές του Υμηττού για θυμάρι και γυρνούν στις κυψέλες τους για να φτιάξουν το ξανθό, μυρωδάτο, πολυανθικό και εκατό τοις εκατό αστικό μέλι «Ηλιούπολη». Αυτά τα δύο μελίσσια της ταράτσας είναι ένα μικρό μέρος από τα συνολικά 120 που έχει αφήσει ο Νίκος διάσπαρτα σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας και τα οποία του δίνουν τα αντίστοιχα μέλια: «Γλυφάδα», «Πετράλωνα», «Βύρωνας», «Ζωγράφου», «Αγία Βαρβάρα», «Κηφισιά». Μόνο πέρυσι τα μελίσσια αυτά έδωσαν στον Νίκο παραγωγή 500 κιλών, ενώ φέτος σκοπεύει να την αυξήσει στον ενάμιση τόνο, αφού δεν είναι λίγοι εκείνοι που του παραχωρούν την ταράτσα ή το μπαλκόνι τους, νέοι συνήθως άνθρωποι που μέσω φίλων και γνωστών έδειξαν μεγάλη προθυμία να φιλοξενήσουν δυο-τρία μελίσσια, με στόχο κυρίως να εξοικειώσουν τα παιδιά τους με λίγη φύση μέσα στην πόλη, αλλά και από καθαρή περιέργεια!
Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Μυτιλήνη, ο Νίκος πάντα αγαπούσε τη φύση με τις αλλαγές της και τις εκφάνσεις της μέσα στον κύκλο του χρόνου. «Μεγάλωσα με mood τροφοσυλλέκτη», λέει ο ίδιος. Έτσι, το 2020, μαζί με τη σύζυγό του Μαρίλη Καρρά ίδρυσαν την «Αστική Μέλισσα», ένα πρότζεκτ που, μεταξύ άλλων, έχει στόχο να εισαγάγει κατοίκους της πόλης στην αστική μελισσοκομία.
Στην πόλη πετούν χιλιάδες μέλισσες, άγριες και από κυψέλες, και ζουν ανάμεσά μας. Αφουγκραστείτε το βουητό τους στην επόμενη βόλτα σας για ψώνια στη γειτονιά σας και θα εκπλαγείτε με το πλήθος τους. Η πόλη παρέχει άφθονη τροφή για τις μέλισσες, κυρίως από τα ανθοφόρα δέντρα, όπως ακακίες, νεραντζιές, ευκαλύπτους, πασχαλιές. «Το μέλι της Ηλιούπολης, π.χ., είναι κατεξοχήν μέλι ευκαλύπτου που περιέχει επίσης νεραντζιά και θυμάρι από τον Υμηττό, καθώς και μιμόζες», λέει ο Νίκος. «Το μέλι “Κηφισιά” είναι πιο σκούρο, με γεύση δάσους από τα κωνοφόρα. Το “Γλυφάδα” το χαρακτηρίζουν η νεραντζιά και ο ευκάλυπτος, αλλά σε άλλα ποσοστά από εκείνο της Ηλιούπολης και με τη θάλασσα κοντά η γεύση του αλλάζει, ενώ το “Αγία Βαρβάρα” έχει εξαιρετική γεύση, βουνίσια», περιγράφει.
Μέλια με τη γεύση της γειτονιάς
Παρόλο που οι αποστάσεις από συνοικία σε συνοικία είναι μικρές, τελικά, οργανοληπτικά, οι διαφορές στη γεύση υπάρχουν, ανάλογα με τη βλάστηση που επικρατεί. «Κάθε μέλι έχει τη γεύση της γειτονιάς», όπως λέει ο Νίκος.
Ο Νίκος δεν είναι φυσικά ο πρώτος αστικός μελισσοκόμος. Στον χώρο μπήκε με παρότρυνση του Βασίλη Παΐσιου – παλιά καραβάνα της αστικής μελισσοκομίας, που την ξεκίνησε πριν από 15 χρόνια παράγοντας μέλι από κυψέλες στον «Σταυρό του Νότου» στον Νέο Κόσμο, στη Γλυφάδα, στο Αιγάλεω, στην Κηφισιά. «Στην πόλη υπάρχουν ανθοφορίες που δεν τις βρίσκεις εκτός, όπως τη νεραντζιά, που δίνει πολύ ιδιαίτερο μέλι, τον ευκάλυπτο ή τη χαρουπιά, που δίνει το μόνο μέλι με ασβέστιο, με ξεχωριστή γεύση και άρωμα. Γεμάτη η Αθήνα!», λέει ο Βασίλης.
Κάθε περιοχή έχει τη δική της επικρατούσα ανθοφορία. Για παράδειγμα, ο Βασίλης μέχρι πρόσφατα έβγαζε από την Κηφισιά ένα εκπληκτικό μέλι από κισσό, με χρώμα κρέμας βανίλιας και έντονη κρυστάλλωση που το κάνει αδιαφανές και συμπαγές τόσο, ώστε να το κόβεις με το μαχαίρι. Μέλι-επιδόρπιο, με ρωμαλέο χαρακτήρα και έντονη μυρωδιά που κατακλύζει τον ουρανίσκο.
Δεν είναι πάντα ρόδινα, ωστόσο, τα πράγματα στην πόλη. Η έδρα του Βασίλη είναι στη Νέα Πεντέλη, όπου είχε και το μελισσοκομείο του, αλλά η μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε εκεί το περασμένο καλοκαίρι προκάλεσε ολική καταστροφή: έχασε όλο τον εξοπλισμό του και από τα εκατό μελίσσια του γλίτωσαν μόλις δώδεκα, που φιλοξενούνται τώρα στο Χαλάνδρι, σε μικρή έκταση από αλάνες, ανάμεσα σε πολυκατοικίες και μάντρες με σκραπ και κτίρια επιχειρήσεων. Εκεί έχει τα δέκα μελίσσια του και ο φίλος του Νίκος Καλύβας, που έχει στήσει μια μικρή αστική φάρμα με κότες, χήνες, κουνέλια και λίγες κατσίκες. «Έχω σκοπό να βάλω μελίσσια και σε άλλες περιοχές, αστικά πάντα», λέει ο Νίκος. «Επειδή δεν είναι η κύρια απασχόλησή μου, δεν μπορώ να κάνω νομαδική μελισσοκομία εκτός Αθήνας, λόγω χρόνου. Η αστική μελισσοκομία με βολεύει, γιατί γίνεται παράλληλα με τη δουλειά μου», εξηγεί.
Η πόλη λοιπόν έχει τα πάντα και βοηθά τον μελισσοκόμο να παράγει πολύ
καλές ποσότητες, αφού η παραγωγή δεν επηρεάζεται από τον καιρό και οι
μέλισσες βρίσκουν όλο τον χρόνο άφθονη τροφή. «Στην πόλη μοιράζω από
λίγα μελίσσια σε κάθε περιοχή και καθεμιά δίνει μικρές μεν ποσότητες,
συνολικά όμως άφθονες και με πολύ μεγάλη ποικιλία», εξηγεί ο Βασίλης.
«Εξάλλου δεν έχω το κόστος της μετακινούμενης μελισσοκομίας στην
ύπαιθρο, αφού, ακόμη κι αν πρέπει να το κάνω, οι αποστάσεις είναι
μικρές».
Μια πανάρχαια πρακτική
H σύγχρονη αστική μελισσοκομία στην Ελλάδα είναι μια σχετικά νέα πρακτική, ωστόσο στον υπόλοιπο κόσμο είναι καθιερωμένη εδώ και χρόνια. Μελίσσια υπάρχουν στις ταράτσες και τις σκεπές εμβληματικών κτιρίων του κόσμου. Στο Παρίσι πωλείται στους επισκέπτες ένα πανάκριβο μέλι από μελίσσια στην οροφή της Όπερας των Παρισίων, ενώ μετά την καταστροφή της Notre Dame από πυρκαγιά, θεωρήθηκε «θείο θαύμα» το ότι σώθηκαν διακόσια μελίσσια, επίσης τοποθετημένα στα ψηλότερα σημεία του κτιρίου. Δεκάδες κυψέλες βρίσκονται στην ταράτσα του ξενοδοχείου Waldorf Astoria στη Νέα Υόρκη, με το μέλι να σερβίρεται στο πρωινό των πελατών. Κυψέλες υπάρχουν σε κτίρια δημόσια και μη, από το Βερολίνο και τη Μαδρίτη μέχρι το Μόντρεαλ, το Τορόντο, τη Σεούλ και την Κωνσταντινούπολη – στην τελευταία ο δήμος επιδοτεί τους αστικούς μελισσοκόμους. Στην Ελλάδα η πρακτική αυτή εφαρμόστηκε με κάποια καθυστέρηση, αλλά σήμερα δραστηριοποιούνται αρκετές δεκάδες αστικοί μελισσοκόμοι.
Και όμως, η μελισσοκομία εντός αστικού ιστού είναι γνωστή από την αρχαιότητα. «Στο Τελ Ρεχόβ του Ισραήλ, οι ανασκαφές έφεραν στο φως ένα τεράστιο μελισσοκομείο που χρονολογείται στον 10ο αιώνα π.Χ., στην καρδιά μιας μεγάλης και πολύβουης για την εποχή πόλης», λέει ο Γιώργος Μαυροφρύδης, μελισσοκόμος, αρχαιολόγος ειδικευμένος στην αρχαία μελισσοκομία, υποψήφιος διδάκτορας στο Εργαστήριο Βιογεωγραφίας και Οικολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και μέλος του ΔΣ της Επιστημονικής Εταιρείας Μελισσοκομίας.
Συμπληρώνει μάλιστα πως ανάλογη είναι και η περίπτωση σε πολλές πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, ενώ το 2002 ανακαλύφθηκε σε ανασκαφές ένας πολύ μεγάλος αριθμός κυψελών στην Αρχαία Αγορά, που χρονολογούνται στον 5ο αιώνα π.Χ., κάτι που στηρίζει τη θεωρία ότι η αστική μελισσοκομία θα πρέπει να ήταν κοινή πρακτική. «Είναι ενδιαφέρον ότι ακόμη πιο παλιά, μεταξύ 6ου και 7ου αιώνα π.Χ., ο Σόλων θέσπισε για πρώτη φορά στην ιστορία καταγεγραμμένη νομοθεσία που αφορούσε την άσκηση της μελισσοκομίας και συγκεκριμένα έθετε όρους σχετικά με την απόσταση των μελισσοκομείων μεταξύ τους, που έπρεπε να είναι τουλάχιστον 300 πόδια. Τόσο ανεπτυγμένη ήταν λοιπόν η πρακτική τόσες χιλιάδες χρόνια πριν, ώστε νομοθετούνταν η άσκησή της», εξηγεί ο κ. Μαυροφρύδης.
Αλλαγή νοοτροπίας
Το ερώτημα όμως που έρχεται στον νου κάθε πολίτη είναι προφανές: πόσο ασφαλές είναι να τοποθετήσει κάποιος ένα μελίσσι στο μπαλκόνι ή στην ταράτσα του; Η ελληνική νομοθεσία, που ισχύει από τη δεκαετία του 1930, επιτρέπει την άσκησή της, αλλά με ασάφειες και θολά σημεία, και χρήζει άμεσης αναθεώρησης. Οι ένοικοι που φιλοξενούν μελίσσια στις ιδιοκτησίες τους δηλώνουν πως δεν ενοχλείται κανείς και συχνά δεν το παίρνουν καν είδηση ότι κοντά τους υπάρχουν κυψέλες. «Στις στέγες και τις ταράτσες οι μέλισσες κινούνται σε άλλα επίπεδα από αυτά που δραστηριοποιούνται οι άνθρωποι κι έτσι δεν ενοχλούν ούτε ενοχλούνται», εξηγεί ο κ. Μαυροφρύδης. «Έτσι γίνεται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η μέλισσα στην πτήση της από μια ταράτσα κατευθύνεται στα άνθη και από εκεί επιστρέφει στην κυψέλη της, χωρίς να εμπλέκεται στις ανθρώπινες δραστηριότητες», συμπληρώνει.
Το 2002 ανακαλύφθηκε πολύ μεγάλος αριθμός κυψελών στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας, από τον 5ο αιώνα π.Χ., κάτι που στηρίζει τη θεωρία ότι η αστική μελισσοκομία ήταν κοινή πρακτική.
Παρ’ όλα αυτά, πολλοί διστάζουν να αποδεχτούν αυτή τη δραστηριότητα. «Με τα έντομα υπάρχει ακόμη μεγάλη φοβία και καθόλου εξοικείωση», λέει ο Βασίλης Παΐσιος. «Προσπαθώ αυτή τη φοβία να την καταπολεμήσω με επισκέψεις παιδιών στα μελίσσια, για να δουν ότι η μέλισσα είναι φίλος, φροντίζει για το φαγητό μας και, αν δεν την πειράξεις, δεν σε πειράζει. Δέχονται να φιλοξενήσουν κυψέλες όσοι αγαπούν τα ζώα και τη φύση κι έχουν πιο ανοιχτό πνεύμα, συνήθως φίλοι που με γνωρίζουν και ξέρουν πως αυτό που τους λέω είναι αληθές και ισχύει».
Ανάλογη είναι και η εμπειρία του Νίκου Χατζηλία: «Υπάρχει η ευτυχής συγκυρία, τα τελευταία χρόνια, της συνειδητοποίησης ότι η μέλισσα είναι πια ένα πολύ φιλικό έντομο στα μάτια της κοινής γνώμης, για την τεράστια σημασία του στο περιβάλλον και στην επιβίωση του ανθρώπου με την επικονίαση».
Πόσο ασφαλές είναι το αστικό μέλι;
Το φλέγον ερώτημα σχετικά με την αστική μελισσοκομία είναι κατά πόσο ασφαλές για την υγεία μας είναι ένα μέλι που παράγεται εντός τού, κατά γενική ομολογία, επιβαρυμένου αστικού ιστού. Εδώ τίθεται ένα σημαντικό ζήτημα και το μόνο που μπορεί να διασφαλίσει τους καταναλωτές είναι οι εργαστηριακές αναλύσεις, κυρίως για την ανίχνευση βαρέων μετάλλων, τις οποίες οφείλει να διαθέτει κάθε μελισσοκόμος εάν του ζητηθούν. «Η μέλισσα, αν πάρει κάτι μολυσμένο, αυτοθυσιάζεται και δεν το φέρνει στην κυψέλη, ώστε να σώσει το μελισσοσμήνος», εξηγεί ο Βασίλης Παΐσιος. «Παράλληλα όμως, για να είμαστε σίγουροι, κάνουμε αναλύσεις σε πιστοποιημένα εργαστήρια και μέχρι τώρα όλα είναι καθαρά», συμπληρώνει.
«Η μέλισσα, αν πάρει κάτι μολυσμένο, αυτοθυσιάζεται και δεν το φέρνει στην κυψέλη, ώστε να σώσει το μελισσοσμήνος». ―Βασίλης Παΐσιος, αστικός μελισσοκόμος
Ο κ. Μαυροφρύδης επισημαίνει πως «χρειάζονται εργαστηριακές αναλύσεις, καθώς όλα είναι σχετικά. Αν τα επίπεδα ρύπων είναι μικρά, δεν είναι επικίνδυνο, αλλά αν είναι αυξημένα, τότε υπάρχει ζήτημα. Εξαρτάται, λόγου χάρη, από την περιοχή όπου συλλέγει η μέλισσα, αλλά και από το είδος του φυτού που δίνει το νέκταρ ή τη γύρη, καθώς κάποια φυτά είναι πιο δύσκολο να επιβαρυνθούν από ρύπους σε σχέση με άλλα, πιο ευάλωτα. Είναι γεγονός πως τα αυτοκίνητα σήμερα παράγουν πολύ λιγότερους ρύπους από ό,τι παλαιότερα και αυτό είναι σίγουρα πλεονέκτημα. Ωστόσο μπορεί η γύρη και το νέκταρ από άνθη να είναι μια χαρά, αλλά η μέλισσα να έχει πιει μολυσμένο νερό σε μια πόλη», συμπληρώνει και καταλήγει: «Προτείνω οι αστικοί μελισσοκόμοι να στέλνουν το μέλι τους για αναλύσεις στο ΑΠΘ, στο Εργαστήριο Μελισσοκομίας και Σηροτροφίας. Η ομάδα του, με επικεφαλής τη δρα Χρυσούλα Τανανάκη, θεωρούνται κορυφαίοι στον τομέα, σε διεθνές επίπεδο».
Δημοσίευση σχολίου