Ζάχαρη είναι το τελικό προϊόν από την επεξεργασία σακχαροκάλαμου. Η διαδικασία έχει καθαρισμό, τεμαχισμό και σύνθλιψη από κατάλληλους μύλους, παραλαβή του χυμού, βρασμό με 0,2 έως 0,5% ασβέστη, συμπύκνωση υπό χαμηλή πίεση μέχρι κρυσταλλώσεως, κατόπιν αποχρωματισμό και ανακρυστάλλωση, οπότε έχουμε λευκή ζάχαρη μεγάλης καθαρότητας.
Η ανακάλυψη της ήταν επανάσταση στη διατροφή του ανθρώπου, αφού είδε τα πάντα γύρω του να γλυκαίνουν φθηνά: Ροφήματα, καραμέλες, χυμούς, γλυκίσματα. Το κόστος ήταν αλλού. Στην υγεία του καταναλωτή και γι αυτό εδώ θα ασχοληθούμε με το θέμα «Μέλι εναντίον Ζάχαρης».
Μέλι είναι το γλυκό προϊόν – τρόφιμο που παράγουν οι μέλισσες όταν συλλέγουν νέκταρ ή άλλους φυτικούς χυμούς ή εκκρίσεις εντόμων, το μεταφέρουν στην κυψέλη όπου το εμπλουτίζουν με ουσίες που συντελούν στη μετατροπή του, το αποθηκεύουν στις κηρήθρες τους, το ωριμάζουν και στη συνέχεια το σφραγίζουν. Είναι ένα μοναδικό φυσικό, φυτικό και ζωικό προϊόν, όπου συνυπάρχουν αρμονικά στοιχεία που του προσθέτουν μοναδικές ιδιότητες. Η σύγκριση ετήσιας κατανάλωσης παγκοσμίως κατά κεφαλή, είναι κατά 100 φορές μέσο όρο περισσότερη ζάχαρη από μέλι.
Όλοι οι διαιτολόγοι, οι γιατροί, οι υγιεινολόγοι και οι “ειδικοί» βοούν ότι ο κόσμος πρέπει να τρώει μέλι. Ο σπουδαίος Γάλλος Allin Caillas στο περιοδικό Gazette του 1968 αναφέρει τον αείμνηστο Δρ. Paul Carlon, ιατρό, διευθυντή νοσοκομείου, όπου σ’ ένα μικρό του βιβλίο με τον τίτλο «Τρεις τροφές δολοφόνοι» επικεφαλής έφερε τη ζάχαρη.
Κατηγορούσε τη ζάχαρη ως τον πρώτο εχθρό της κοινωνίας, ενώ παράλληλα εξεθείαζε τις ιδιότητες του μελιού. Το βιβλιαράκι αυτό έκαμε αρκετό θόρυβο στην εποχή του. Δεν φαίνεται όμως να ακολούθησαν τις συμβουλές του οι συνάνθρωποί μας, οι οποίοι καταβροχθίζουν τη ζάχαρη σε όλες τις μορφές και υφίστανται από τη χρήση της τα καταστρεπτικά και ολέθρια όπως θα δούμε παρακάτω, (κατά τον Αllin Caillas), αποτελέσματα.
Ιδού λοιπόν τι ανέφερε:
Θα έχετε διαβάσει ότι η κατανάλωση λιπαρών ουσιών, κυρίως ζωικής προέλευσης όπως βούτυρο, λίπος, βασιλικό λίπος χοίρου, αποτελούν τη βάση της αρτηριοσκλήρυνσης.
Τι είναι η αρτηριοσκλήρυνση;
Είναι μια αρρώστια που προσβάλλει τις αρτηρίες, σκληραίνει τα τοιχώματά τους και κατά συνέπεια μειώνει την ελαστικότητά τους. Σε τελευταία ανάλυση μετατρέπει τα λίπη σε μια λιπαρή υποκίτρινη ουσία, τη χοληστερίνη, την οποία αποθεματοποιεί. Η χοληστερίνη πρέπει να υπάρχει στο αίμα, σε χαμηλό όμως ποσοστό, περί το 1,5 γραμμάριο σε κάθε λίτρο αίματος. Πάνω από τα 2 γραμμάρια αποτελεί κίνδυνο, σύμφωνα με την υιοθετημένη θεωρία, η οποία σήμερα έχει πολλούς οπαδούς. Πόσα άτομα δε βασανίζονται μετρώντας τη χοληστερίνη τους και δεν κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να την μειώσουν. Ένα γεγονός με παραξένευε πάντοτε, χωρίς εν τούτοις να θέλω να αμφισβητήσω την άποψη της επιστήμης. Το γεγονός αυτό είναι ότι οι Λάπωνες και οι Εσκιμώοι που η βασική τους τροφή είναι το λίπος της φώκιας, ουδέποτε ή πάρα πολύ σπάνια προσβάλλονται από αρτηριοσκλήρυνση, εμφράγματα του μυοκαρδίου, εμβολές. Γεγονός είναι ότι δεν είναι τα λίπη στα οποία θα πρέπει να αποδώσουμε την ευθύνη της αρτηριοσκλήρυνσης και του συνενόχου της εμφράγματος, αλλά την ευθύνη αυτή θα την αποδώσουμε εκεί που πράγματι ανήκει, στα σάκχαρα.
Η υπόθεση αυτή της δεκαετίας του ’60 έγινε ήδη πραγματικότητα. Ο διασημότερος ίσως βιολόγος των ΗΠΑ Δρ. Forest E. Kendall του κέντρου ερευνών του πανεπιστημίου Columbia της Ν.Υόρκης δημοσίευσε για το θέμα αυτό μία μελέτη με τίτλο «Σακχαρόζη: Δημόσιος κίνδυνος αρ. 1», στην οποία ανέφερε πολύ πειστικά:
Τη σακχαρόζη τη γνωρίζετε όλοι σας. Είναι η ωραία λεπτή ζάχαρη, τόσο καθαρή που έχει πλέον καταντήσει χημικό προϊόν με το οποίο οι περισσότεροι από σας επιμένετε να γλυκαίνετε τον καφέ σας, τα ζεστά σας, τις κομπόστες και γενικά τα γλυκά σας. Η ζάχαρη, όπως πολλές φορές στο παρελθόν έχω επαναλάβει, είναι νεκρή γι’ αυτό και είναι τόσο βλαπτική. Δίπλα σ’ αυτή τη ζάχαρη έχετε το μέλι της κυψέλης και δε θα σας πω τίποτε καινούργιο αν σας υπενθυμίσω ότι περιέχει μόνο 2 – 5% ή και 6% σακχαρόζη. Δεν μπορεί να παραβληθεί μ’ αυτό η χημική ζάχαρη γιατί το μέλι είναι το αποτέλεσμα της μετουσίωσης του νέκταρ σε γλυκόζη και φρουκτόζη με τη βοήθεια του ενζύμου ιμβερτάση. Ο μετασχηματισμός δεν είναι πλήρης, αλλά όπως απέδειξα και άλλη φορά σε ανακοινώσεις μου προς την Ακαδημία Επιστημών, το ένζυμο ιμβερτάση συνεχίζει να δρα μετά την εξαγωγή του μελιού από τις κηρήθρες. Αφετέρου από τον κάδο ωρίμανσης του μελιού θα βγει 2 – 5% σακχαρόζη που πράγματι έχει πολύ μικρή σημασία για το καρδιοαρτηριακό σας σύστημα. Το σύνολο, ή περίπου το σύνολο των σακχάρων του μελιού αποτελείται από γλυκόζη και φρουκτόζη που έχουν τελείως διαφορετική σύνθεση από τη σακχαρόζη και που είναι τελείως αφομοιώσιμα».
Εκτός των τριών Caillas, Carlon και Kendall έχουμε πλήθος επιστημόνων και ανωνύμων υποστηρικτών της προσφοράς του μελιού κατά της βλαβερής συνήθειας της ζάχαρης. Η ζάχαρη περιέχει σάκχαρα που δίνουν ενέργεια, αλλά τα σάκχαρα της ζάχαρης αφενός μεν είναι τελείως διαφορετικά, αφετέρου η ζάχαρη δεν έχει να προσφέρει τίποτε άλλο.
Το μέλι αντίθετα περικλείει μια βιοκαταλυτική δύναμη, όπως μπορούμε να την ορίσουμε. Αυτή του η δύναμη δεν οφείλεται σ’ ένα συγκεκριμένο στοιχείο, αλλά στο σύνολο της πλημμυρίδας των συστατικών που μετέχουν αρμονικά στη σύνθεση του και που το καθένα εξασφαλίζει στο μέλι μια ολοκληρωμένη και χωρίς αντικατάστατο παρουσία και δυναμική.
Στην ανθρώπινη ασθένεια του διαβήτη (κοινώς ζάχαρο), μπορεί να επαληθευτεί το ότι η καινούργια θεωρία των καταλυτικών ουσιών στο μέλι είναι σωστή.
Στην ασθένεια αυτή τα όργανα δεν είναι πια σε θέση να καίνε τα σάκχαρα, γιατί η ινσουλίνη που εκκρίνεται είναι ανεπαρκής. Το ποσοστό του σακχάρου που κυκλοφορεί στο αίμα αυξάνει συνεχώς (γλυκαιμία) και τελικά το σάκχαρο που κατακρατείται στα νεφρά περνάει στα ούρα (γλυκουρία). Ο διαβήτης ως πάθηση είναι η απόδειξη ότι η χρησιμοποίηση των υδατανθράκων από τα όργανα εξαρτάται από μια ουσία που επιδρά στο μεταβολισμό της ζάχαρης και της οποίας η απουσία προκαλεί τις διαταραχές αυτές. Αν λοιπόν δοθεί σ’ ένα διαβητικό ινσουλίνη, το ποσοστό του σακχάρου που περιέχεται στο αίμα του κατεβαίνει, γιατί χρησιμοποιείται από τα όργανα.Σύμφωνα με αποτελέσματα που βγήκαν από πολυάριθμα πειράματα, έχει παρατηρηθεί ότι ύστερα από απορρόφηση μελιού το ποσοστό του σακχάρου που υπάρχει στο αίμα κατεβαίνει τόσο στους περισσότερους διαβητικούς, όσο και στους υγιείς οργανισμούς. Το φαινόμενο αυτό δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς, παρά με το αν γίνει παραδεκτή η παρουσία καταλυτικών ουσιών μέσα στο μέλι που επιτρέπουν στο σώμα ν’ αφομοιώσει πιο γρήγορα τα σάκχαρα. Ωστόσο θα ήταν πρόωρο να δίνεται χωρίς διάκριση μέλι σε κάθε διαβητικό. Είναι όμως δυνατό να ελεγχθεί η γλυκαιμία του αρρώστου πριν και μετά την απορρόφηση μελιού και ν’ αποφασίσει ανάλογα ο θεράπων ιατρός. Από αυτά που εκθέσαμε προκύπτει ότι το μέλι, εκτός από μια πυκνή διάλυση μετουσιωμένων σακχάρων που αφομοιώνεται ταχύτατα από τον ανθρώπινο οργανισμό, περιέχει βιοκαταλυτικές ουσίες που χρειάζεται το σώμα για το μεταβολισμό των σακχάρων και τη μετατροπή τους σε ενέργεια.
Δημοσίευση σχολίου