Η μείωση του πληθυσμού των μελισσών μπορεί να οφείλεται στην άνοια που προκαλείται από τη μόλυνση του αλουμινίου, αναφέρει νέα έρευνα Βρετανών επιστημόνων από τα Πανεπιστήμια Κιλ και Σάσεξ.
Το αλουμίνιο ή αργίλιο αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς περιβαλλοντικούς ρυπαντές των τελευταίων ετών. Το μεταλλικό στοιχείο έχει συνδεθεί εδώ και αρκετά χρόνια με την απώλεια ειδών ψαριών, την αποψίλωση των δασών και την εξασθένηση καλλιεργειών. Το αργίλιο συνδέεται επίσης με την ανάπτυξη της νόσου Αλτσχάιμερ στους ανθρώπους. Αυτό έκανε τους ερευνητές να εξετάσουν τη θεωρία της επίπτωσης της παρουσίας του αλουμινίου στο περιβάλλον στις μέλισσες.
Το αργίλιο μπορεί να βρεθεί στο νέκταρ των λουλουδιών, και δεδομένου ότι οι μέλισσες δεν το αναγνωρίζουν, συνεχίζουν να εκτελούν τη διαδικασία της επικονίασης. Οι σημαντικές ποσότητες αλουμινίου στο περιβάλλον μπορούν να αποδοθούν στην εξόρυξη αργιλίου και στα ορυκτά καύσιμα που προκαλούν «όξινη βροχή». Η εκτεταμένη παρουσία αργιλίου έχει επίσης σημαντική επίδραση στα δέντρα, τα ψάρια, τις καλλιέργειες και τους ανθρώπους.
Με αυτή την αφετηρία, οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα από νύμφες μελισσών από αποικίες που βρίσκονται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα δείγματα ελέγχθηκαν για περιεκτικότητα σε αργίλιο μέσω φασματομετρίας ατομικής απορρόφησης γραφίτη. Πάνω από εβδομήντα δείγματα περιείχαν υψηλά επίπεδα αργιλίου, από 13,4 έως 193,4 μέρη ανά εκατομμύριο. Στους ανθρώπους, μια περιεκτικότητα σε αλουμίνιο πάνω από 3 μέρη ανά εκατομμύριο μπορεί να χαρακτηριστεί ως παθολογική και να οδηγήσει σε νευροεκφυλιστικές ασθένειες όπως η νόσος του Αλτσχάιμερ.
Οι μέλισσες εξαρτώνται από τη γνωστική λειτουργία τους για την επιβίωσή τους. Αν το αργίλιο, το οποίο θεωρείται νευροτοξίνη, είναι υψηλό στις μέλισσες, τότε μπορεί να προκαλέσει άνοια. Η μελέτη καταλήγει ότι η γνωστική επιδείνωση συμβάλλει στη συνολική μείωση του πληθυσμού των μελισσών αφού δεν μπορούν να εκτελέσουν τις απαραίτητες καθημερινές λειτουργίες τους.
Δημοσίευση σχολίου