Με αφορμή
τις επαναλαμβανόμενες σε μικρά χρονικά διαστήματα δασικές πυρκαγιές στα
Επτάνησα και κυρίως στη Ζάκυνθο, όπου εκδηλώθηκαν μόνον σ΄ αυτήν, κατά την
τρέχουσα αντιπυρική περίοδο, συνολικά περισσότερες από 80 πυρκαγιές, με βάση τη
σχετική εμπειρία μου, ως πρώην Διευθυντή της ΔΑΕΕ και τις εξειδικευμένες
γνώσεις μου στη διερεύνηση εγκλημάτων εμπρησμού, ως Ειδικού Ερευνητή –
Δικαστικού Πραγματογνώμονα Διερεύνησης Εγκλημάτων Εμπρησμού και αφού έλαβα
υπόψη, αξιολόγησα και ανέλυσα τα υπάρχοντα μέχρι σήμερα στοιχεία που έχουν δει
το φως της δημοσιότητας – ενδεχομένως να υπάρχουν και άλλα στοιχεία στις
σχετικές δικογραφίες, που δεν έχω στη διάθεσή μου λόγω του απορρήτου της
προανάκρισης – εκθέτω την προσωπική μου άποψη και εκτίμηση για τα αίτια των
πυρκαγιών στα Ιόνια Νησιά:
Ι) Το
ιδιοκτησιακό καθεστώς στα Ιόνια Νησιά
Είναι
γεγονός ότι, πέραν από τις πυρκαγιές που προκαλούνται από αμελείς συμπεριφορές
ή από ψυχικά ανώμαλους, όπως πχ πυρομανείς ή ψυχικά διαταραγμένα άτομα
(ψυχασθενείς), ένας μεγάλος αριθμός σκόπιμων πυρκαγιών στα Ιόνια Νησιά έχουν ως
(ψυχολογικό) κίνητρο των δραστών τους το κέρδος /όφελος και ειδικότερα την
καταπάτηση δασικών εκτάσεων με σκοπό την απόκτηση ή αύξηση της ιδιοκτησίας των
δραστών. Και τούτο, γιατί ο δράστης εμπρησμού εκμεταλλευόμενος το »αλαλούμ» στο
ιδιοκτησιακό καθεστώς των Ιονίων Νησιών, δεδομένου ότι στα δάση και δασικές
εκτάσεις στα Επτάνησα δεν δύναται να έχει εφαρμογή το υπέρ του Ελληνικού
Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, που θεσπίστηκε από το Β.Δ. της 16.11.1836 »Περί
ιδιωτικών δασών», του παρέχεται η ευκαιρία να επιχειρεί με την πρόκληση
πυρκαγιάς να καταπατήσει ορισμένη δασική έκταση. Πρέπει να επισημανθεί και
γίνει γνωστό ότι:
α) Με τη συνθήκη του Λονδίνου, που υπογράφτηκε στις 17/29
Μαρτίου του έτους 1864, τα Επτάνησα πέρασαν οριστικά στις ελληνική κυριαρχία,
έχοντας η Ζάκυνθος 680 χρόνια ξένης κατοχής.
β) Επί των δασών το Ελληνικό
Δημόσιο δεν έχει δικαιώματα κυριότητας, αφού κατά την ένωση τους με την Ελλάδα
(το έτος 1864) δεν έλαβε κανένα τέτοιο δικαίωμα ούτε ως διάδοχος του Ηνωμένου
Κράτους των Ιονίων Νήσων, το οποίο δεν είχε στην ιδιοκτησία του δημόσια κτήματα
και μάλιστα δάση, ούτε στη συνέχεια από τη επιχώρια περιουσία κάθε νησιού,
δεδομένου ότι αυτή διανέμονταν μεταξύ των Δήμων κάθε Νησιού, ούτε προβλέπονταν
από το σχετικό Σύνταγμα, ώστε να περιέλθουν στο Ελληνικό Κράτος.
Ιστορικά,
τα έτη 1800 – 1807, συστάθηκε η ημιαυτόνομη Επτάνησος Πολιτεία, ως το πρώτο
αυτόνομο ελληνικό κρατίδιο. το έτος 1815, δημιουργείται το Ηνωμένο Κράτος των
Ιονίων Νήσων, ως βρεταννικό προτεκτοράτο με πρωτεύουσα την Κέρκυρα. Από το έτος
1817 ισχύει το από 13-29 Δεκεμβρίου 1817 »Σύνταγμα του Ηνωμένου Κράτους των
Ιονίων Νήσων» (Σύνταγμα Maitland). Σε κάθε νησί υπήρχε Τοπική Διοίκηση
(Επαρχιακό Συμβούλιο) με επικεφαλής τον Έπαρχο υπό την επίβλεψη του
εγκαταστημένου σε κάθε νησί των Επτανήσων παρατηρητή Άγγλου Αρμοστή. (βλ. ΑΠ
340/1985, Γ΄Τμήμα) Η διαχείριση της δημόσιας οικονομίας και της περιουσίας του
κάθε Νησιού ασκείτο από τις Τοπικές Αρχές. Στο ως άνω Σύνταγμα και πιο
συγκεκριμένα στο άρθρο 13 ορίζονταν, ότι τα εισοδήματα από την περιουσία κάθε
Νησιού θα διανέμονταν στους Δήμους ανάλογα με τον πληθυσμό, ενώ στο άρθρο 14
ορίζονταν, ότι οι Δημοτικές Αρχές κάθε Δήμου οφείλουν να εκτελέσουν όλες τις
απαιτούμενες πράξεις για τη διοίκηση και την επιμέλεια των υπαρχόντων στην
περιφέρειά τους εγχώριων κτημάτων. Για τη διανομή της περιουσίας εκδόθηκε για
κάθε Νησί νόμος, πχ για τη Ζάκυνθο εκδόθηκε ο νόμος ΥΙΓ/1871, για τη Λευκάδα ο ΨΞΣΤ/1879,
για την Κέρκυρα ο ΑΦΙ/1887. Οι βραχονησίδες γύρω από τα νησιά, αγροτικές και οι
δασικές εκτάσεις καθώς και όλα τα <<προσκυνήματα>>
των μονών ανήκουν στην Δημοτική Αρχή της περιοχής. Από τα Επτάνησα μόνο τα
Κύθηρα και Αντικύθηρα θεσμοθέτησαν την επιχώρια περιουσία του Δήμου τους, ενώ
στους υπόλοιπους Νομούς δεν υπήρξε ανάλογο ενδιαφέρον από τις οικείες Δημοτικές
Αρχές. Συνεπώς με το τέλος της αγγλικής κυριαρχίας οι δημόσιες εκτάσεις στα
Επτάνησα δεν αποδόθηκαν στο Ελληνικό Δημόσιο με αποτέλεσμα οι δικαστικές
διαμάχες (αντιδικίες) με ιδιώτες για το ιδιοκτησιακό καθεστώς σε
αμφισβητούμενες εκτάσεις να επιλύονται σχεδόν κάθε φορά υπέρ των ιδιωτών.
Μια τέτοια
αστική διαφορά – η πιο πρόσφατη – που αφορά την αγοραπωλησία μιας επίδικης
έκτασης 15.000 στρεμμάτων, η οποία μάλιστα βρίσκεται στην περιοχή που
προκλήθηκε η πιο πρόσφατη πυρκαγιά, το Σάββατο 26 Αυγούστου 2017, στην περιοχή
της Αναφωνήτριας και ήδη μαίνεται και την Κυριακή 27 Αυγούστου 2017 στην
ευρύτερη περιοχή των Άνω Βολιμών, Βολιμών, Μαριών κ.α περιοχών στο ΒΔ Τμήμα της
Ζακύνθου, όπου βρίσκεται και η πιο ελκυστική τουριστικά ακτή της Μεσογείου
»Ναυάγιο της Ζακύνθου», ξεκίνησε την 17 Φεβρουαρίου 2017 και συνεχίσθηκε την 5
Απριλίου 2017 στο Πρωτοδικείο Ζακύνθου, η εκδίκαση της αγωγής που κατέθεσαν η
Μητρόπολη Ζακύνθου από κοινού με την Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Κρημνού, για την
ακύρωση του σχετικού συμβολαίου που συντάχθηκε για την συγκεκριμένη
αγοραπωλησία. Αναμένεται ήδη η έκδοση της σχετικής απόφασης. Ωστόσο πρόσθετη
παρέμβαση στη δίκη αυτή άσκησε το Ελληνικό Δημόσιο, ο Δήμος, η Περιφέρεια και
μερίδα κατοίκων. Πωλητής της ανωτέρω έκτασης είναι ιδιώτης ενώ αγοραστής
εταιρία ακινήτων επενδυτικού φορέα του Κατάρ. Τίθεται λοιπόν εύλογα το ερώτημα:
Είναι άραγε συμπτωματικό το περιστατικό της προαναφερόμενης πυρκαγιάς στην
περιοχή της ως άνω αμφισβητούμενης δικαστικά δασικής έκτασης ή έχει κάποια
σχέση με την υπόθεση αυτή;
Εξάλλου για
την ως άνω επίδικη υπόθεση με παραγγελία του Οικονομικού Εισαγγελέα κ. Γαληνού
Μπρη τον Νοέμβριο 2016 ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος έξι (6) προσώπων για
ψευδή βεβαίωση και απάτη, αφού ο εισαγγελέας δεν αναγνωρίζει εξουσία επί της ως
άνω έκτασης των αντισυμβαλλομένων μερών.
Άλλο ένα
σοβαρό πρόβλημα εξ αιτίας του ιδιότυπου ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Ζακύνθου είναι
η παντελής έλλειψη καθαρισμού των δασών από την επικίνδυνη καύσιμη ύλη ου
υπάρχει εντός αυτών. Και τούτο, γιατί τα δάση, όπως προαναφέρθηκε είναι
ιδιωτικά – όχι δημόσια – και προκειμένου να γίνει καθαρισμός από τον ιδιοκτήτη
τους πρέπει να ληφθεί σχετικά άδεια από το οικείο Δασαρχείο, αφού υποβληθεί
υπεύθυνη δήλωση, με την οποία ουσιαστικά ο ιδιοκτήτης του καλείται να
αποποιηθεί της κυριότητάς του. Με τον τρόπο αυτό κανείς σχεδόν δεν προβαίνει
προληπτικά σε εργασίες καθαρισμού από την επικίνδυνη καύσιμη ύλη. Έτσι γίνεται
μια μπαρουταποθήκη και με την πρώτη εστία φωτιάς κινδυνεύει όχι μόνο το ίδιο
αλλά και η ευρύτερη περιοχή.
ΙΙ) Ο
εμπρησμός, ως οργανωμένο έγκλημα
Σε
πρόσφατες σχετικές δηλώσεις στα ΜΜΕ αρμοδίων κυβερνητικών παραγόντων αλλά και
τοπικών αρχόντων, με αφορμή το μπαράζ πυρκαγιών στα Ιόνια Νησιά και κυρίως στη
Ζάκυνθο, αλλά και σε άλλες περιοχές της επικράτειας, πχ Αττική (πυρκαγιά
Καλάμου – Βαρνάβα) και Κύθηρα, τονίστηκε ότι αυτές αποτελούν προϊόν οργανωμένου
σχεδίου εμπρησμών για να υπάρξει μια κοινωνικά εύρυθμη κατάσταση στη χώρα.
Βέβαια αυτά δηλώθηκαν χωρίς να υπάρχουν – τουλάχιστον σε επίπεδο επίσημης
δημόσιας ενημέρωσης – μέχρι στιγμής σχετικά αποδεικτικά στοιχεία και κρίση της
Δικαιοσύνης, ως μόνης αρμοδίας κατά το Σύνταγμα ανεξάρτητης λειτουργίας του
Κράτους. Προφανώς και οι ως άνω δηλώσεις έγιναν, για να υπάρξει ένα »άλλοθι» σε
περίπτωση καθολικής καταστροφής των συγκεκριμένων περιοχών ή σε περίπτωση
επανάληψης καταστροφών, όπως συνέβη το έτος 2000 και 2007.
Α) Γενικά
για το οργανωμένο έγκλημα
Το
οργανωμένο έγκλημα αποτελεί μαζί με την τρομοκρατία μια από τις σοβαρότερες
απειλές παγκοσμίως και ως εκ τούτου βαριές μορφές εγκληματικότητας, που
αποτελούν απειλή για την ειρήνη, την πολιτική σταθερότητα, την οικονομική
ευημερία και την κοινωνική συμβίωση, συνοχή και πρόοδο και κλονίζουν την
κοινωνική ασφάλεια και το δημοκρατικό πολίτευμα, αφού δημιουργούν κλίμα
ανασφάλειας στη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού και κλονισμό της
εμπιστοσύνης του προς την ικανότητα του κράτους να του εξασφαλίσει έννομη
προστασία. Ως εγκληματικό φαινόμενο, δεν περιορίζεται μόνον σε επιμέρους
κοινωνικά αγαθά αλλά επεκτείνεται και σε ιδιαίτερα ευπαθείς τομείς της
κοινωνικής και πολιτικο-οικονομικής ζωής και οργάνωσης μιας κοινωνίας, όπως ο
δημόσιος τομέας και η οικονομία. Η αποτελεσματική και η απόλυτη αντιμετώπιση
του είναι ιδιαίτερα δυσχερής όχι μόνον λόγω της διεθνοποίησης του αλλά και του
εκσυγχρονισμού του τρόπου και των μεθόδων δράσης των οργανωμένων εγκληματικών
ομάδων. Η άκρως σοβαρή μορφή βαριάς εγκληματικότητας, που αποτελεί το
οργανωμένο έγκλημα (δοκιμότερος είναι ο όρος «οργανωμένη εγκληματικότητα»)
είναι μία σύγχρονη πραγματικότητα και αποτελεί σοβαρότατο πρόβλημα, τόσο σε
εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Οι οργωμένες εγκληματικές ομάδες είναι άρτια
δομημένες και εμφανίζουν μια μορφή ιεραρχίας μεταξύ των μελών τους, αφού για
παράδειγμα: α) Υπάρχουν ηγετικά (αρχηγικά) και απλά (εκτελεστικά) μέλη, β)
Υπάρχουν εξειδικευμένα μέλη για ανάληψη και διεκπεραίωση ειδικών και
επικίνδυνων αποστολών και γ) Έχουν έδρα (βάση) σε περισσότερες από μια χώρες
(κράτη).
Τα
τελευταία χρόνια παρατηρείται και στη χώρα μας μία ευρύτερη μετεξέλιξη της
εγκληματικότητας προς την κατεύθυνση του οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο
βρίσκεται σε ανοδική πορεία, τόσο από πλευράς έκτασης όσο και σοβαρότητας. Κατά
τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Φρανκφούρτης κ. Hassemer, αποτελεί «μία ποιοτικά
νέα μορφή εμφάνισης της εγκληματικότητας και όχι μια ποσοτική αύξηση της μέχρι
σήμερα εγκληματικής πρακτικής».
Οργανωμένο
έγκλημα, σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Εγκληματολογικής Αστυνομίας (INTERPOL),
είναι κάθε επιχείρηση ή ομάδα ατόμων, που εμπλέκεται σε διαρκώς παράνομη
δραστηριότητα, η οποία έχει ως πρωταρχικό σκοπό την απόκτηση κερδών, ανεξάρτητα
από τα εθνικά σύνορα.
Ο ανωτέρω
όρος χρησιμοποιείται ευρύτατα από ειδικούς και μη. Το περιεχόμενο του δεν είναι
σαφώς καθορισμένο, ούτε στη χώρα μας ούτε σε άλλη χώρα. Από το έτος 1994, το
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, για να καταρτίσει ένα κοινό, για όλα τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, ορισμό του φαινομένου αυτού, έτσι ώστε να εντάσσονται στην έννοια του
συγκεκριμένες εγκληματικές δραστηριότητες ή εγκληματικές ομάδες υιοθέτησε
συνολικά 11 κριτήρια ως εξής :
1.
Συνεργασία μεταξύ
περισσοτέρων των δύο προσώπων δηλαδή συγκρότηση ομάδας.
2.
Καταμερισμός των
καθηκόντων στα μέλη.
3.
Μεγάλη ή
απροσδιόριστη χρονική διάρκεια ύπαρξης της ομάδας.
4.
Κάποια μορφή
πειθαρχίας και ελέγχου.
5.
Υπόνοιες διάπραξης
σοβαρών εγκλημάτων.
6. Διεθνή δράση της
ομάδας.
7. Χρήση βίας ή άλλων
μέσων εκφοβισμού.
8. Χρήση εμπορικών ή
επιχειρησιακών δομών.
9. Εμπλοκή σε
νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
10. Άσκηση επιρροής
στους τομείς της πολιτικής, των ΜΜΕ, της Δημόσιας Διοίκησης, των δικαστικών
αρχών και της οικονομίας.
11. Επιδίωξη κέρδους
και / ή ισχύος, ως βασικός στόχος.
Από τα
ανωτέρω κριτήρια πρέπει να συντρέχουν τουλάχιστον τα 6. Σε αυτά υποχρεωτικά
πρέπει να περιλαμβάνονται τα υπ’ αριθμ. : (1), (3), (5) και (11).
Μορφές
οργανωμένου εγκλήματος αποτελούν ενδεικτικά, η τρομοκρατία, το εμπόριο
ναρκωτικών, όπλων, προσώπων, η κλοπή έργων τέχνης και πολιτισμού, η γενετήσια
κατάχρηση παιδιών, η διαφορά, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, το λαθρεμπόριο, η
λαθρομετανάστευση, τα περιβαλλοντικά εγκλήματα, ο εμπρησμός και ειδικότερα η
εγκληματικότητα που αναφέρεται στις φυσικές καταστροφές, όπως οι δασικές
πυρκαγιές.
Β) Ο
εμπρησμός, ως οργανωμένο έγκλημα
Οι
νομοτυπικές μορφές του εμπρησμού (κοινού και σε δάση) αποτελούν, σύμφωνα με το
άρθρο 187 ΠΚ. μορφή οργανωμένου εγκλήματος, εφόσον συντρέχουν τα ανωτέρω
αναφερόμενα κριτήρια και προϋποθέσεις (βλ. Μελέτη ίδιου «Εγκληματολογική
προσέγγιση των Εμπρησμών», 2001, σελ. 13). Ο μεγάλος ή ασυνήθιστος αριθμών
δασικών πυρκαγιών με δόλια ενέργεια στην ίδια, πχ Ζάκυνθο, την ευρύτερη, πχ
Επτάνησα, ή διαφορετικές περιοχές, ταυτοχρόνως ή σε διαφορετικό χρόνο, από
δράστες που ενεργούν με διαφορετικά κίνητρα ή με ταυτότητα κινήτρων αλλά που
στοχεύουν διαφορετικά, η ιδιαίτερα μεγάλη καμένη δασική έκταση, το μέσο που
χρησιμοποίησε ο δράστης εμπρησμού έστω και αν αφορά σύγχρονο τεχνολογικά
εμπρηστικό μηχανισμό καθώς και άλλες συνθήκες δράσεις του εμπρηστή, όπως ο
χρόνος, τρόπος και ο τόπος από όπου εκδηλώθηκε η δασική πυρκαγιά, όπως
συμβαίνει στη Ζάκυνθο κατά την τρέχουσα αντιπυρική περίοδο, σε καμία περίπτωση
δε μπορεί να προσδώσει και χαρακτηρίσει ένα εμπρησμό δάσους, ως οργανωμένο
έγκλημα.
Κατά την
ανάκριση (κύρια και προανάκριση) απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή για να συλλέγουν
εκείνα τα αποδεικτικά στοιχεία, που μπορούν να υπαγάγουν τον εμπρησμό δάσους
στο οργανωμένο έγκλημα. Οι ελάχιστες λοιπόν προϋποθέσεις που απαιτούνται είναι
(6) από τις προαναφερόμενες, μεταξύ αυτών και οι ακόλουθες (4) :
1) Ο
δράστης του εμπρησμού πρέπει να είναι μέλος ομάδας τουλάχιστον δύο μελών ή να
ενεργεί κατ’ εντολή μέλους της ομάδας αυτής.
2) Οι
δράστες της συγκεκριμένης ομάδας εμπρηστών να έχουν συνεργαστεί για μία
σημαντική ή ακαθόριστη χρονική περίοδο εγκληματικής δραστηριότητας.
3) Η εν
λόγω ομάδα εμπρηστών να είναι ύποπτη για διάπραξη σοβαρών εμπρησμών ή και άλλων
εγκλημάτων μεταξύ αυτών και εμπρησμών
4) Οι
εγκληματικές δραστηριότητες της ομάδας εμπρηστών να αποσκοπούν στην απόκτηση
κέρδους ή εξουσίας.
ΙΙΙ)
Επίμετρο
Κατόπιν των
ανωτέρω αναλύσεων των στοιχείων για τις πυρκαγιές καθώς και διαφόρων γεγονότων
γι΄ αυτές συμπερασματικά εκτιμώ τα εξής:
α) Κατά την
τρέχουσα αντιπυρική περίοδο έτους 2017 και μέχρι σήμερα καμία από τις πυρκαγιές
που έχουν προκληθεί σε δάση και δασικές ή αγροτικές εκτάσεις της επικράτειας,
όπως πχ στην Αττική, Κύθηρα, Μάνη, Ζάκυνθο, Κεφαλλονιά, Κέρκυρα κ.α., δεν
οφείλεται σε δράση οργανωμένων
εγκληματικών ομάδων και ως εκ τούτου δεν υπάρχει υπόθεση εγκλήματος εμπρησμού
δάσους, με τη μορφή του οργανωμένου εγκλήματος, κατά την έννοια των ανωτέρω
αναλυτικά περιγραφομένων σχετικών ορισμών, αφού ούτε τα προβλεπόμενα για τον
χαρακτηρισμό κάποιας περίπτωσης κριτήρια συντρέχουν, αλλά και το σπουδαιότερο,
δεν έχει κριθεί από τη Δικαιοσύνη καμία σχετική υπόθεση ούτε έχει έρθει ενώπιον
της με σχετικές έστω ενδείξεις οργανωμένης δράσης εγκληματικής οργάνωσης. Το
γεγονός της πρόκλησης πυρκαγιών, οι περισσότερες εκ των οποίων στο συγκεκριμένο
νησί το πιθανότερο να οφείλονται σε δόλια ενέργεια των δραστών τους, δε
σημαίνει αυτοδίκαια ότι υπάρχει αντίστοιχα και οργανωμένο σχέδιο, χωρίς τα
απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία. Όσοι τοπικοί άρχοντες, υπουργοί ή άλλοι
αρμόδιοι ισχυρίζονται χωρίς αποδεικτικά στοιχεία το αντίθετο, είναι ισχυρισμός
αβάσιμος και μόνον ως »άλλοθι» μπορεί να προβληθεί προκειμένου να αποσοβήσει
ενδεχόμενες πολιτικές ή ποινικές ευθύνες.
β) Το
προαναφερόμενο ιδιοκτησιακό αλαλούμ στη Ζάκυνθο, το οποίο είναι γνωστό στους
πάντες στο νησί αυτό, όπως και στα λοιπά Ιόνια Νησιά, μέχρι σήμερα συνεχίζεται,
αφού δεν έχουν ακόμη οριστικοποιηθεί οι προβλεπόμενες διαδικασίες και δεν έχουν
ακόμη κυρωθεί οι δασικοί χάρτες του νησιού. Αυτό το ιδιοκτησιακό καθεστώς καθώς
και τις παραλείψεις όλων των κυβερνήσεων της χώρας μέχρι και σήμερα να μην
έχουν συμμορφωθεί με τη Συνταγματική επιταγή του άρθρου 24, για τη σύνταξη
δασολογίου, αλλά και σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Ν. 988/1979, πιστεύω
ότι λαμβάνουν υπόψη και εκμεταλλεύονται και οι δράστες που έχουν ενεργήσει και
προκαλέσει με πρόθεση πυρκαγιές, πέραν αυτές που έχουν προκληθεί από κάποιο
άτομο πάσχοντα από πυρομανία ή από άτομα ψυχικά διαταραγμένα, οδηγούνται στην
πράξη τους με πιθανότερο κίνητρο το κέρδος / όφελος, όπως για παράδειγμα
απόκτηση ή αύξηση ιδιοκτησίας με καταπάτηση δάσους ή δασικής έκτασης, εξαιτίας
της ανικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου να υπερασπισθεί τα συμφέροντα του και
ειδικά την περιουσία του στο δασικό περιβάλλον του νησιού ή πιθανόν, ως
θιγόμενοι να οδηγήθηκαν στην πράξη τους με κίνητρο την εκδίκηση ενόψει
αντιδικιών για διάφορες αμφισβητούμενες εκτάσεις. ‘Άλλωστε έχω προσωπικά
χειριστεί ως Διευθυντής της ΔΑΕΕ αρκετές υποθέσεις εμπρησμού στο νησί με
κίνητρο των δραστών την καταπάτηση δασικής έκτασης. Τα ως άνω κίνητρα θα πρέπει
λοιπόν να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη οι αρμόδιες διωκτικές αρχές του ΠΣ (ΔΑΕΕ και
το Ανακριτικό Τμήμα της ΠΥ Ζακύνθου) και της ΕΛΑΣ, που ερευνούν τις
εκδηλωθείσες από τα τέλη Απριλίου 2017 μέχρι σήμερα περισσότερες από 80
πυρκαγιές στο νησί της Ζακύνθου. Μου είναι αδιανόητο οι αρχές ασφαλείας και
πληροφοριών του νησιού ή ακόμη και οι κεντρικές υπηρεσίες αυτών να μην έχουν
έστω την παραμικρή πληροφόρηση για τους δράστες των εμπρησμών και τα αίτια
αυτών, δεδομένου ότι η Ζάκυνθος είναι μια πολύ μικρή (κλειστή) κοινωνία και τα
πάντα μαθαίνονται άμεσα από το δίκτυο πληροφοριών που έτσι κι αλλιώς εκτιμώ ότι
διαθέτει η αστυνομική αρχή του νησιού, αν η αστυνομία θελήσει, εκτός αν τα
στόματα παραμένουν κλειστά για τους δικούς τους λόγους και σκοπιμότητες.
γ) Σε κάθε
περίπτωση, τα κίνητρα των δραστών που προκάλεσαν με πρόθεση εμπρησμό σε δάση
και δασικές ή αγροτικές εκτάσεις της Ζακύνθου, αφορούν καθαρά εσωτερική υπόθεση
του νησιού και έχουν αποκλειστική σχέση αλλά και συνδέονται με τοπικού επιπέδου
παράγοντες, στοιχεία, πρόσωπα και καταστάσεις. Είναι μια καθαρή τοπική υπόθεση
του ως άνω νησιού και οφείλουν οι αρμόδιες αρχές να επιλύσουν άμεσα τις
υποθέσεις αυτές, με τη συνδρομή των τοπικών αρχόντων, φορέων και κατοίκων,
παραπέμποντας τους υπαίτιους στη Δικαιοσύνη, προκειμένου να εμπεδωθεί η
ασφάλεια των κατοίκων της τοπικής κοινωνίας της Ζακύνθου.
Ανδριανός
Γκουρμπάτσης
Αντιστράτηγος
– Υπαρχηγός ΠΣ, ε.α, Νομικός
Ειδικός
Ερευνητής – Δικαστικός Πραγματογνώμονας
Διερεύνησης
Εγκλημάτων Εμπρησμού
Δημοσίευση σχολίου