Θυμάρι
είναι η γενική ονομασία των αυτοχθόνων ποωδών φυτικών ειδών του γένους Thymus.
Το όνομα για πρώτη φορά δόθηκε από τους αρχαίους Έλληνες και προέρχεται από το
αρχαίο ελληνικό ρήμα Θύω που σημαίνει θυσιάζω και το χρησιμοποιούσαν ως θυμίαμα
στους ναούς. Είναι γνωστό ότι οι Ρωμαίοι στρατιώτες το χρησιμοποιούσαν για να
αποκτήσουν δύναμη και ενεργητικότητα.
Είναι ένας
μικρός πολυετής θάμνος, που σπάνια αυξάνεται περισσότερο από 40 εκατοστά ύψος.
Η ανάπτυξη του είναι όρθια όσο και έρπουσα.
Τα φύλλα
του είναι πολύ μικρά, συνήθως 2,5 έως 5 mm μήκος και διαφέρουν ανάλογα με το
είδος και την ποικιλία σε σχήμα, στην κάλυψη από τρίχες, ακόμη και στο άρωμα.
Τα φύλλα του Thymus vulgaris είναι ωοειδή (αβγουλάτα;) έως στενόμακρα, ελαφρώς
σαρκώδη κυρτά προς τα μέσα και ιδιαίτερα αρωματικά. Τα άνθη του έχουν ένα απαλό
μοβ χρώμα και κάλυκα σωληνοειδή ραβδωτό που φέρει τρίχες. Οι σπόροι του είναι
στρογγυλοί και πολύ μικροί.
Η
βλαστικότητα των σπόρων, κάτω από κατάλληλες συνθήκες, μπορεί να διατηρηθεί
μέχρι και τρία χρόνια.
Αυτοφύεται
σε πολλά μέρη συνιστώντας θυμαρότοπους που επιζητούνται από τους
μελισσοτρόφους. Τελευταία καλλιεργείται καθώς μπορεί να αξιοποιήσει άγονα
χωράφια.
Η
καλλιέργειά του είναι απλή με καλά οικονομικά αποτελέσματα.
Δεν έχει
ιδιαίτερες απαιτήσεις σε θρεπτικά στοιχεία ενώ αντέχει και στην έλλειψη νερού.
Καλλιεργείται
σε όλα τα κλίματα .Αντέχει σε χαμηλές και υψηλές θερμοκρασίες, αναπτύσσεται όμως
καλύτερα σε θερμοκρασίες 16-22 0 C.
Χρησιμοποιείται
πολύ στη μαγειρική, περισσότερο από τη ρίγανη, στις κουζίνες άλλων χωρών.
Το άρωμα
των φύλλων του οφείλεται στην παρουσία του αιθέριου ελαίου, το οποίο δίνει
αρτυματική αξία και είναι πηγή των φαρμακευτικών ιδιοτήτων του φυτού.
Η θυμόλη που είναι κύριο συστατικό του αιθέριου ελαίου του, έχει αντιμικροβιακές ιδιότητες και χρησιμοποιείται στην ιατρική ως ήπιο αντισηπτικό π.χ. για τη θεραπεία των πληγών των τραυματιών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. H θυμόλη, χρησιμοποιείται ευρέως στην αρωματοποιία, στην Φαρμακευτική, στην κοσμετολογία καθώς και στην ποτοποιία (παραγωγή λικέρ).
Βρίσκει
εφαρμογή στην βιομηχανία τροφίμων και την ζαχαροπλαστική είτε ως αντιοξειδωτικό
είτε για να προσδώσει άρωμα και εμφάνιση.
Eίναι
αποτελεσματική κατά της σαλμονέλας και του σταφυλόκοκκου.
Οι
αντισηπτικές ιδιότητες του θυμαριού λειτουργούν ευεργετικά στο ανοσοποιητικό
σύστημα και στις λοιμώξεις του αναπνευστικού.
Επίσης
καθαρίζει τον αέρα και δρα προληπτικά για να αποφεύγονται κρυολογήματα.
Χρησιμοποιείται
για την αντιμετώπιση δερματολογικών προβλημάτων από ακμή, δερματίτιδα,
εκζέματα, τσιμπήματα εντόμων και διευκολύνει την πέψη.
Το αιθέριο
έλαιο του χρησιμοποιείται στην αρωματοθεραπεία για την ανακούφιση ρευματικών
και ισχιαλγικών παθήσεων.
Το θυμάρι
είναι μελισσοτροφικό φυτό. Ακόμη και μικρή ποσότητα ενός μελιού να προέρχεται
από βόσκηση σε θυμάρια, το μέλι αυτό αποκτά μεγαλύτερη εμπορική αξία γι’ αυτό
αποτελεί υλικό νοθείας για τα άλλα μέλια.
Τελευταία,
ορισμένα είδη θυμαριού χρησιμοποιούνται και ως καλλωπιστικά, κυρίως σε
βραχόκηπους.
Χώρες που
παράγουν θυμάρι είναι κυρίως η Ισπανία, η Γαλλία, η Ελβετία, η Ιταλία, η
Βουλγαρία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα.
Το 90%
περίπου της παγκόσμιας ποσότητας σε αιθέριο έλαιο θυμαριού παράγεται στην
Ισπανία.
Κ.Θ.
Μπουχέλος Ομότιμος Καθηγητής Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Δημοσίευση σχολίου