Μπορεί η εφευρετικότητα και το μεράκι των Ελλήνων μελισσοκόμων να “γεννούν” ολοένα και περισσότερα νέα προϊόντα με βάση το μέλι -όπως ουίσκι και μπράντι μελιού- που κατακτούν ολοένα και περισσότερες αγορές, ωστόσο εάν δεν μπει τάξη στον κλάδο, τότε η μελισσοκομία “θα κλονιστεί σημαντικά”, εκτιμούν παράγοντες του χώρου.
Οι ραγδαίες μεταβολές του καιρού, λόγω (και) των ανθρώπινων παρεμβάσεων στο περιβάλλον, οι αθρόες εισαγωγές μελιού (από Κίνα, Αργεντινή, Ισπανία και Βουλγαρία), το “βάφτισμα” -οι ελληνοποιήσεις- του προϊόντος, καθώς και η έλλειψη εγκεκριμένων φαρμάκων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν άφοβα, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν ασθένειες και παράσιτα που πλήττουν τα μελισσοσμήνη, είναι τα πιο σοβαρά που καλείται να διαχειριστεί η μελισσοκομία στη χώρα μας.
“Οι ποσότητες που εισάγονται στη χώρα μας από άλλες υπερβαίνουν ίσως και τους 10.000 τόνους μελιού ετησίως” λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης Παύλος Μπαγιάτης, επισημαίνοντας πως “αποτέλεσμα των αθρόων εισαγωγών είναι να υποβαθμίζεται η ποιότητα του ελληνικού μελιού και να προκαλείται αθέμιτος ανταγωνισμός στο θέμα της τιμής”.
Σε ό,τι αφορά τη χρήση φαρμάκων στη μελισσοκομία, ο ίδιος επισημαίνει πως “ναι μεν είμαστε κατά της χρήσης αντιβιοτικών στις κυψέλες, αλλά θα πρέπει να επιδοτηθεί η έρευνα και να βρεθούν τα φάρμακα εκείνα που θα παραχθούν, θα εγκριθούν κι έτσι θα χρησιμοποιηθούν άφοβα από τους μελισσοκόμους”.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδας (ΟΜΣΕ) Βασίλης Ντούρας τονίζει πως, λόγω της οικονομικής κρίσης, πολλοί μελισσοκόμοι έχουν αναγκαστεί να περιορίσουν σημαντικά τα έξοδα για τη φροντίδα των μελισσοσμηνών τους.
Όπως εξηγεί, για να είναι μια εκμετάλλευση βιώσιμη, προϋποθέτει περίπου 200 κυψέλες, διότι το κόστος είναι υψηλό, αφού συχνά-πυκνά ο μελισσοκόμος υποχρεώνεται να μεταφέρει τα μελίσσια του σε διαφορετικά μέρη της χώρας, ώστε να βρίσκουν τροφή. “Στην προσπάθειά μας να βρούμε περιοχή ανθοφορίας, μετακινούμε συνεχώς τα μελίσσια μας σε μεγάλες αποστάσεις κι έτσι ξοδεύουμε μεγάλα χρηματικά ποσά σε καύσιμα. Δεν αρκεί η απλή μεταφορά των μελισσιών σε ένα μακρινό μέρος, διότι πρέπει να πηγαίνουμε να τα βλέπουμε και να τα φροντίζουμε” υπογραμμίζει.
Μέλι συσκευασμένο και μέλι από ιδιώτη
Ένα ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα τους μελισσοκόμους είναι αυτό της διακίνησης μελιού, με τον κ. Ντούρα να ζητά την κατάρτιση ενός ηλεκτρονικού μητρώου μελισσοκόμων και με νόμο του κράτους να επιτρέπεται η διακίνηση μελιού, συσκευασμένο στον κάθε Νομό, προκειμένου ο μελισσοκόμος “να μπορεί να κάνει μόνος του τη συσκεασία και να τη διακινεί”. Κι αυτό διότι, ακόμη και τώρα, το 80% της συνολικής παραγωγής μελιού, όπως λέει, εξακολουθεί να διακινείται χέρι με χέρι.
Οι παραγωγοί, διά στόματος τόσο του κ. Μπαγιάτη όσο και του κ. Ντούρα, επισημαίνουν ακόμη ότι, όταν πουλάνε οι ίδιοι το μέλι τους, η τιμή του κυμαίνεται γύρω στα 7-8 ευρώ/κιλό, ενώ στην περίπτωση που η πώλησή του γίνεται στον έμπορο, ο παραγωγός παίρνει στο χέρι περίπου 3 ευρώ/κιλό, ενώ στο ράφι του σούπερ μάρκετ, η τιμή του προϊόντος φτάνει τα 14 ή και 15 ευρώ/κιλό.
Από την πλευρά του, ο αναπληρωτής καθηγητής της Κτηνιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Ηλίας Παπαδόπουλος, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, προτρέπει τους καταναλωτές να προτιμούν μέλι με “ταυτότητα” εφόσον δεν έχουν κάποια αξιόπιστη πηγή για την αγορά του, καθώς, όπως λέει, “το μη επώνυμο προϊόν ενέχει πάντα τον κίνδυνο να είναι δυσμενές για την υγεία μας”.
Η προμήθεια μελιού από ιδιώτη είναι “λαχείο”, επισημαίνει, διευκρινίζοντας ότι οι έλεγχοι σε αυτή τη μερίδα των παραγωγών είναι έως και… μηδενικοί. Στον αντίποδα, σημειώνει, οι εταιρείες που συσκευάζουν το προϊόν και το μεταπωλούν “βρίσκονται πάντα υπό το άγρυπνο μάτι των ενδεδειγμένων κτηνιάτρων”.
Εξηγώντας γιατί δίνει “ψήφο εμπιστοσύνης” στο συσκευασμένο μέλι, ο κ. Παπαδόπουλος υποστηρίζει πως υπάρχουν ορισμένοι που στο βωμό του κέρδους προμηθεύονται, είτε από Βουλγαρία είτε από το διαδίκτυο, αμφιβόλου ποιότητας φάρμακα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κίνδυνος για τη δημόσια υγεία.
Διευκρινίζει, ωστόσο, ότι η εμφάνιση ασθενειών στον άνθρωπο από την κατανάλωση μελιού δεν είναι άμεση και εξηγεί πως το νοθευμένο μέλι, όταν καταναλώνεται σε μεγάλες ποσότητες, αποθηκεύεται στο συκώτι, με δυσμενή, τελικώς, αποτελέσματα.
Βασιλικός πολτός και γύρη με “ταυτότητα”
Στο μεταξύ, σύμφωνα με τη λέκτορα του Τμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ Χρυσούλα Τανανάκη, εντός του επόμενου έτους αναμένεται να αποκτήσουν “ταυτότητα” τα (ελληνικά) προϊόντα βασιλικός πολτός και γύρη, διαδικασία που, όπως τονίζει, “αποτελεί για τη χώρα μας πανευρωπαϊκή πρωτιά”.
Σημειώνεται ότι, ύστερα από έρευνα έξι ετών καταρτίστηκε ο πίνακας με τα ποιοτικά τους κριτήρια και απεστάλη πέρυσι στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το οποίο, λόγω ανακατατάξεων, δεν έχει ανάψει ακόμη το “πράσινο φως” προκειμένου να προχωρήσει η διαδικασία και να μπει έτσι τέλος σε φαινόμενα νοθείας του προϊόντος.
Μεταξύ άλλων, η κ. Τανανάκη αναφέρει ότι ήδη “τρέχει” τριετές πρόγραμμα με στόχο την καταγραφή και ταυτοποίηση των γενετικών υλικών των πληθυσμών των μελισσιών στη χώρα μας, διαδικασία που, σύμφωνα με την ίδια, “θα πάρει ίσως και περισσότερο από δέκα χρόνια για να ολοκληρωθεί”.
Η μελισσοκομία στην Ελλάδα σε αριθμούς
Η μελισσοκομία αντιπροσωπεύει το 2,5% της παγκόσμιας ζωικής παραγωγής. Υπάρχουν 65 εκατομμύρια κυψέλες, που δίνουν 1,5 εκατ. τόνους μέλι το χρόνο, με την πρωτοκαθεδρία να διατηρεί η Κίνα, ενώ η ΕΕ συνεισφέρει σε ποσοστό 25%.Η Ελλάδα, όπως εξηγεί η κ. Τανανάκη, μπορεί να βρίσκεται στην έκτη θέση όσον αφορά την παραγωγή -με 16.000 τόνους μελιού ετησίω- ωστόσο κατέχει τη δεύτερη θέση στον αριθμό κυψελών και την πρώτη σε ό,τι αφορά την πυκνότητά τους (10 κυψέλες/τετραγωνικό χλμ).
Ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια, από τη συνολική παραγωγή, η χώρα μας εξάγει περισσότερους από 520.000 τόνους και εισάγει 2.200 τόνους μέλι, με την κατανάλωση να ισοδυναμεί σε 1,8 κιλά/άτομο, το έτος.
Μεταξύ άλλων, η κ. Τανανάκη σημειώνει ότι το ελληνικό μέλι, ως άκρως ποιοτικό, εξάγεται ολοένα και περισσότερο σε Κίνα, Ρωσία, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Αγγλία και Σουδική Αραβία, ενώ μελισσοκόμοι κάνουν ανοίγματα, έστω και δειλά, σε αγορές όπως η Ινδία και οι σκανδιναβικές χώρες.
ΕΛΕΝΑ ΑΛΕΞΙΑΔΟΥ, ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δημοσίευση σχολίου