Translate - ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ

SLIDESHOW / ZAKYNTHOS

Συνθήκες και Παράγοντες Εκτροφής και Παραγωγής του Μελισσιού (ΜΕΡΟΣ Α)



  Κλιματολογικές συνθήκες, προσαρμογή και ανάπτυξη του μελισσιού.

Τα έντομα στα οποία υπάγεται και η μέλισσα σε αντίθεση με τα εκτρεφόμενα θηλαστικά είναι ετερόθερμα ζώα, επηρεάζονται δηλαδή άμεσα από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Σε θερμοκρασίες κατώτερες των 12ο C οι συλλέκτριες κατά κανόνα δεν πετούν ακόμη και εάν η ανθοφορία είναι πλουσιότατη. Το χειμώνα η βασίλισσα παύει να γεννάει αυγά διότι για την επώασή τους αλλά και για την ανάπτυξη των προνυμφών και των νυμφών (δηλ. του γόνου) απαιτείται θερμοκρασία στο γόνο 35±1οC. Τούτο είναι αδύνατο να συμβεί το χειμώνα αν και άλλες εποχές (π.χ. αρχές άνοιξης ή τέλη φθινοπώρου) οι μέλισσες μπορούν σε ένα βαθμό, παράγοντας ζωική θερμότητα και καλύπτοντας με τα σώματά τους το γόνο, να το επιτύχουν. Οι μέλισσες επίσης μπορούν στην περίπτωση πολύ υψηλών θερμοκρασιών να μειώνουν, με αερισμό (κινώντας τα φτερά τους) και με μεταφορά νερού, τη θερμοκρασία στην περιοχή του γόνου.
Το χειμώνα, περίοδο διαχείμασης του μελισσιού, οι μέλισσες προκειμένου να διατηρήσουν την θερμοκρασία του σώματός τους στα απαραίτητα για την επιβίωσή τους επίπεδα, μαζεύονται όλες μαζί και σχηματίζουν σφαίρα (μελισσόσφαιρα). Αυτή μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο χαλαρή ανάλογα με το πόσο χαμηλή είναι η θερμοκρασία. Με την επάνοδο ευνοϊκών θερμοκρασιών η συγκέντρωση αυτή  των μελισσών παύει να υπάρχει.
Στο τέλος του χειμώνα ή στις αρχές της άνοιξης η έναρξη ωοτοκίας της βασίλισσας  εξαρτάται κυρίως από την θερμοκρασία και την  υπάρχουσα ανθοφορία. Αισθητή αύξηση της ωοτοκίας στις περισσότερες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας συμβαίνει πάντως στις αρχές της άνοιξης και φτάνει στο μεγαλύτερο σημείο στις αρχές του καλοκαιριού.
Ο ρυθμός ωοτοκίας της βασίλισσας αρχίζει να πέφτει λόγω των υψηλών θερμοκρασιών αλλά και της έλλειψης πλούσιων ανθοφοριών από τα μέσα Ιουλίου, οπότε μπορεί να ξαναβρεθεί στα επίπεδα των αρχών της άνοιξης. Με την προϋπόθεση της ύπαρξης κατάλληλων ανθοφοριών (ιδιαίτερα του ρεικιού) από τα μέσα Σεπτεμβρίου ο ρυθμός ωοτοκίας, άρα και ο πληθυσμός, αρχίζει πάλι να αυξάνει έως το τέλος Οκτωβρίου – αρχές Νοεμβρίου. Στα τέλη Νοεμβρίου, κατά κανόνα, η ωοτοκία διακόπτεται εντελώς οπότε στο μελίσσι υπάρχουν μόνο οι ενήλικες μέλισσες και οι προμήθειες.
Οι χρονικές περίοδοι που αναφέρθηκαν προηγουμένως διαφέρουν λιγότερο ή περισσότερο ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν. Σε νότια νησιά της χώρας μας και σε πεδινές περιοχές της Κρήτης για παράδειγμα, η βασίλισσα μπορεί να ωοτοκεί σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του χειμώνα και η ανθοφορία να είναι τόσο πρώιμη ώστε ο πληθυσμός να φτάνει στο μέγιστο ήδη από τα μέσα  Απριλίου ή αρχές Μαΐου. Στις περιοχές αυτές υπάρχει τότε στην ανθοφορία το καλούμενο «κενό του Μαΐου»όπου άνθη δεν υπάρχουν και χρειάζεται πολλές φορές τροφοδοσία των μελισσιών από τους μελισσοκόμους για να διατηρηθεί το μελίσσι μέχρι την κύρια ανθοφορία που είναι το θυμάρι.
Στη σύγχρονη μελισσοκομία με την (τεχνητή) τροφοδοσία, με τις αρδευόμενες καλλιέργειες σε μεγάλες εκτάσεις  (βαμβάκι, ηλίανθος), με τη δυνατότητα γρήγορων μετακινήσεων μελισσιών σε άλλες περιοχές, με την εισαγωγή άλλων φυλών και με τις ποικίλες τεχνικές (π.χ. συνενώσεις ή χωρισμοί μελισσιών) ο μελισσοκόμος επηρεάζει δραστικά την ανάπτυξη του μελισσιού. Όμως προσπαθεί πάντα να συμπέσει χρονικά η έναρξη της κύριας ανθοφορίας (που θα διαρκέσει για ικανό χρονικό διάστημα π.χ. 20 ημέρες) με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη του πληθυσμού. Καλό είναι ο μελισσοκόμος να παρατηρεί και να καταγράφει σε κάθε περιοχή που έχει τα μελίσσια του την εξέλιξη του γόνου και του πληθυσμού τους ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και την ανθοφορία πάντα σε συνδυασμό με τις αποδόσεις σε μελισσοκομικά προϊόντα.


  Σμηνουργία και πρόληψη της

 Η άνοιξη με τις κατάλληλες κλιματολογικές συνθήκες και την πλούσια ανθοφορία είναι η περίοδος όπου το μελίσσι αναπτύσσεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς και οι μέλισσες αρχίζουν να συνωστίζονται στην κυψέλη. Η έλλειψη αυτή χώρου έχει ως αποτέλεσμα η βασίλισσα να μη βρίσκει αρκετά κελιά για να γεννήσει και οι νεαρές εργάτριες να μην έχουν πού να διαθέσουν το βασιλικό πολτό που παράγουν. Όλα αυτά, αλλά και άλλα αίτια, όπως η μεγάλη ηλικία της βασίλισσας, η ύπαρξη παλιών κηρηθρών, συντελούν στην αποχώρηση ενός μέρους του πληθυσμού από την κυψέλη και στην εγκατάστασή του σε άλλη κατάλληλη φωλιά (σχισμές βράχων, σπηλιές, κουφάλες δένδρων). Η αποχώρηση αυτή, με όποιες διεργασίες προηγούνται αλλά και ακολουθούν και που σκοπό έχουν τελικά το μελίσσι να πολλαπλασιασθεί, λέγεται «σμηνουργία». Το σμήνος που φεύγει από την κυψέλη λέγεται αφεσμός (σμάρι ή πουλί). Πετάει σαν νέφος με κυκλικές κινήσεις και χαρακτηριστικό βόμβο και περι-έχει τη βασίλισσα, εργάτριες και κηφήνες όλων των ηλικιών (Εικ. 3.1).
Το μελίσσι από το οποίο έφυγε ο αφεσμός παραμένει χωρίς βασίλισσα (ορφανό) αλλά μόνο προσωρινά γιατί στο μεταξύ οι εργάτριες έχουν φροντίσει να δημιουργήσουν αρκετά (ακόμα και δεκάδες) βασιλικά κελιά  (σμηνουργίας) για την αντικατάσταση της βασίλισσας που έφυγε. Η βασίλισσα που θα βγει πρώτη  φροντίζει να καταστραφούν όλα τα υπόλοιπα βασιλικά κελιά σμηνουργίας εκτός εάν το μελίσσι σκοπεύει να σμηνουργήσει πάλι, οπότε οι μέλισσες εμποδίζουν προσωρινά την βασίλισσα αυτή  να βγει από το κελί της. Μπορεί λοιπόν να έχουμε δεύτερο ή και τρίτο αφεσμό (δευτεροπούλι ή τριτοπούλι). Οι αφεσμοί αυτοί (μεθεσμοί) με αγονιμοποίητη βασίλισσα και με σχετικά μικρούς πληθυσμούς θα δυσκολευτούν πολύ να επιβιώσουν στη νέα θέση που θα εγκατασταθούν.
Αν στο μελίσσι που σμηνούργησε βγουν από τα κελιά σμηνουργίας ταυτόχρονα δυο ή περισσότερες βασίλισσες, τότε αυτές παλεύουν μεταξύ τους και θα επιβιώσει μόνο μια. Η νέα βασίλισσα  θα πετάξει σε λίγες ημέρες για να γονιμοποιηθεί από τους κηφήνες εκτός της κυψέλης και, αφού επιστρέψει, θα αρχίσει να γεννάει.
Η άνοιξη (Απρίλιος – Μάιος σε χαμηλότερες και νοτιότερες και ο Ιούνιος σε υψηλότερες και βορειότερες  περιοχές) είναι περίοδος που συμβαίνει κατά κανόνα η σμηνουργία.
Αρκετό καιρό πριν την αναχώρηση του σμήνους, οι εργάτριες αναγκάζουν τη βασίλισσα να τρέφεται με πολύ βασιλικό πολτό για να γεννάει έτσι πάρα πολλά αυγά ακόμη και σε βασιλικά κελιά που άλλες μέλισσες έχουν κτίσει στις άκρες των κηρήθρων. 
Μερικές ημέρες όμως πριν την σμηνουργία η συμπεριφορά των εργατριών αλλάζει. Τώρα πλέον δεν την  τρέφουν όπως πριν, την ταλαιπωρούν ή / και την κυνηγούν με αποτέλεσμα αυτή να χάσει βάρος. Μια γενικότερη  αποδιοργάνωση στην εργασία και τη συμπεριφορά συμβαίνει επίσης στο μελίσσι. Ορισμένες συλλέκτριες γίνονται ανιχνεύτριες, ψάχνουν να βρουν κατάλληλη νέα φωλιά για το σμήνος που θα φύγει και ειδοποιούν τις υπόλοιπες μέλισσες με κατάλληλους χορούς για την απόσταση και κατεύθυνση της θέσης αυτής. Οι μέλισσες γεμίζουν τον πρόλοβο με μέλι και λίγο πριν ξεκινήσει ο αφεσμός  υπάρχει σχετική απραξία στο μελίσσι ώσπου μερικές μέλισσες (οι ανιχνεύτριες) με χαρακτηριστικές κινήσεις δίνουν το έναυσμα για την έξοδο, παράγοντας χαρακτηριστικούς διακοπτόμενους ήχους διεγείροντας και άλλες μέλισσες. Η βασίλισσα παρασύρεται επίσης προς την έξοδο. Το σμήνος ξεχύνεται στην σανίδα πτήσεως και  σχηματίζει το λεγόμενο «γένι» στο πρόσθιο τοίχωμα της κυψέλης. Κατόπιν μπαίνει πάλι στη κυψέλη και μετά βγαίνει έξω, σηκώνεται και πετά για να εγκατασταθεί προσωρινά στους βραχίονες ή σε κλαδιά κάποιων κοντινών δένδρων ή θάμνων ή αλλού όπου και σχηματίζει ένα είδος τσαμπιού. Κατά κανόνα  το σμήνος αυτό μένει στην αρχική του θέση μόνο για μερικές ώρες (όχι πάνω από 24 ώρες) μέχρις ότου οι ανιχνεύτριες ψάξουν πάλι και βρουν το κατάλληλο μέρος για την οριστική του εγκατάσταση, δηλαδή εκεί όπου αρχίζουν να κτίζουν κηρήθρες και η βασίλισσα να γεννά.
Η σμηνουργία είναι για το μελίσσι ένα απολύτως φυσιολογικό φαινόμενο απαραίτητο για τον πολλαπλασιασμό του. Οι επιπτώσεις που δημιουργεί στο μελισσοκόμο είναι πολύ αρνητικές γιατί ο αφεσμός αποτελεί το 50-90% του αρχικού πληθυσμού. Ο αφεσμός αποτελείται συνήθως από 10.000 – 15.000 μέλισσες. Υπάρχουν όμως και πολύ μεγαλύτεροι, π.χ. 40.000 μέλισσες, αλλά και πολύ  μικρότεροι αφεσμοί (κάτω από 3.000 μέλισσες).
            Για να αποφύγει ο μελισσοκόμος τις αρνητικές επιπτώσεις της σμηνουργίας πρέπει κατά προτεραιότητα  να προλάβει την εκδήλωσή της. Στην περίπτωση που έχει ξεκινήσει η διαδικασία σμηνουργίας μέσα στο μελίσσι φροντίζει να την καταστείλει. Τέλος, αν το σμήνος έχει φύγει, πρέπει να το συλλάβει. 
Φροντίζουμε λοιπόν έγκαιρα:
 (Πολύ πριν εμφανισθούν βασιλικά κελιά σμηνουργίας) να δώσουμε περισσότερο χώρο προσθέτοντας δεύτερο ή και τρίτο πάτωμα ως εξής: στο κέντρο του νέου πατώματος ανεβάζουμε δυο πλαίσια με ανοικτό γόνο και 1-2 πλαίσια με προμήθειες. Συμπληρώνουμε το κενό που δημιουργείται στο κάτω πάτωμα με άδειες κτισμένες κηρήθρες. Σταδιακά τοποθετούμε άκτιστες ή κτισμένες κηρήθρες στον επάνω όροφο. Το άκτιστο φύλλο κηρήθρας το τοποθετούμε πάντα ανάμεσα σε  ένα πλαίσιο με γόνο και σε ένα πλαίσιο με γύρη και μέλι.
Όπως αναφέρθηκε, σημαντικός παράγοντας για την πρόκληση της σμηνουργίας είναι η ύπαρξη στο μελίσσι ηλικιωμένης βασίλισσας. Μελίσσι που έχει βασίλισσα ηλικίας λίγων μηνών σπάνια σμηνουργεί. Τούτο φαίνεται να οφείλεται στην αυξημένη παραγωγή, από τους σιαγονικούς αδένες, φερομόνης, γνωστής ως «βασιλική ουσία», η οποία προσλαμβάνεται από τα αισθητήρια οργανίδια των εργατριών και έτσι αυτές αντιλαμβάνονται την ύπαρξη της βασίλισσας στο μελίσσι. Πρέπει λοιπόν ο μελισσοκόμος να φροντίζει να έχει νεαρές βασίλισσες οι οποίες, όπως άλλωστε γνωρίζουμε, είναι πιο παραγωγικές.
Όταν το μελίσσι έχει αρχίσει να δημιουργεί βασιλικά κελιά σημαίνει ότι έχει εισέλθει στην διαδικασία της σμηνουργίας. Η καταστροφή όλων των βασιλικών κελιών πριν αυτά σφραγισθούν είναι τότε απαραίτητη. Αν βρούμε σφραγισμένα κελιά, τότε το πιθανότερο είναι ότι το μελίσσι έχει ήδη σμηνουργήσει. Η καταστροφή των κελιών πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε 7 ημέρες ώσπου το μελίσσι να μη φτιάχνει πλέον νέα βασιλικά κελιά. Επειδή, αν παραμείνει (από αβλεψία) έστω και ένα κελί, το μελίσσι θα σμηνουργήσει, η μέθοδος αυτή είναι επίπονος και όχι ασφαλής.
Τόσο για την πρόληψη όσο και για την καταστολή της σμηνουργίας έχουν αναπτυχθεί και εφαρμόζονται ειδικές μέθοδοι (π.χ. μέθοδος Ντεμαρέ), που χρησιμοποιούνται από τους έμπειρους μελισσοκόμους.
Στην περίπτωση που το μελίσσι έχει σμηνουργήσει, για να αποκλείσουμε την πιθανότητα να φύγει και δεύτερος αφεσμός (αυτός φεύγει την 8η έως την 11η ημέρα από τον πρώτο), πρέπει να καταστρέψουμε όλα τα βασιλικά κελιά εκτός από ένα
Τούτο γίνεται 5-6 ημέρες μετά τον πρώτο αφεσμό, εάν ο καιρός είναι καλός, και 2-3 ημέρες, εάν ο καιρός είναι βροχερός. Στην περίπτωση που έχει γίνει σμηνουργία, η σύλληψη του αφεσμού μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους. Αν το σμάρι έχει καταφύγει σε κλαδί δένδρου στο οποίο έχουμε πρόσβαση, τοποθετούμε από κάτω μια κυψέλη η οποία περιέχει ένα πλαίσιο με ανοικτό γόνο, μια ή περισσότερες κτισμένες κηρήθρες ή / και άκτιστα πλαίσια και τινάζουμε απότομα το κλαδί για να πέσει το σμήνος μέσα στην κυψέλη αυτή. Στην κτισμένη κηρήθρα αποθέτουν οι εργάτριες το μέλι που κουβαλούν στον πρόλοβο τους. Καλό είναι να αφαιρούμε την κηρήθρα αυτή την επόμενη ημέρα για να αποφύγουμε τυχόν παθογόνους μικροοργανισμούς. Δύο ημέρες μετά την εγκατάσταση του σμήνους στην κυψέλη τοποθετούμε δυο πλαίσια με σφραγισμένο γόνο.
Αν το μέρος που κατέφυγε το μελίσσι δεν μπορεί να τιναχθεί (π.χ. βραχίονας ή κορμός δένδρου, έδαφος κτλ., πλησιάζουμε σε αυτό ένα – δύο πλαίσια με ανοικτό γόνο, ο οποίος και προσελκύει τις μέλισσες. Τα πλαίσια αυτά τα τοποθετούμε σε μια νέα κυψέλη.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να βεβαιωθούμε ότι μαζί με τις άλλες μέλισσες μεταφέρουμε στην κυψέλη και τη βασίλισσα γιατί αλλιώς το μελίσσι θα φύγει πάλι. Το νέο μελίσσι μπορούμε να το τοποθετήσουμε ακόμη και δίπλα στην παλαιά κυψέλη χωρίς να φοβηθούμε ότι θα γυρίσει πίσω σε αυτό. Ο αφεσμός δεν πρέπει να συνενωθεί αμέσως με άλλο μελίσσι, διότι σύντομα θα αναχωρήσει πάλι.

 Επίδραση μελισσοκομικών φυτών – μελιτωμάτων στο μελίσσι

 Όλες οι δραστηριότητες ενός μελισσιού είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την ύπαρξη των μελισσοκομικών φυτών, τόσο εκείνων που δίνουν νέκταρ ή μελίτωμα (νεκταροφόρα ή μελιτοφόρα) όσο και εκείνων που δίνουν γύρη (γυρεοφόρα).
            Η έλλειψη νέκταρος ή μελιτώματος από μια περιοχή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μπορεί να αντικατασταθεί με τροφοδοσία των μελισσιών με υδατάνθρακες. Η έλλειψη όμως της γύρης δεν είναι δυνατόν να αναπληρωθεί πλήρως. Η έλλειψή της ακόμη και για μικρό χρονικό διάστημα προκαλεί τον περιορισμό της ωοτοκίας (γέννας) της βασίλισσας. Εάν όμως αυτή παρουσιάζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα, προκαλεί όχι μόνο το σταμάτημα της γέννας της βασίλισσας αλλά και μεγάλη κόπωση των εργατριών με μείωση της διάρκειας ζωής τους.
Τα συμπτώματα αυτά παρουσιάζονται πολύ συχνά στα μελίσσια που μεταφέρονται και εγκαθίστανται από τους μελισσοκόμους στα πευκοδάση, το καλοκαίρι και κυρίως το  φθινόπωρο, αλλά και στα ελατοδάση, το καλοκαίρι. Στα δάση μάλιστα με έλατα τις περισσότερες φορές, λιγότερο στα πευκοδάση, παρουσιάζεται μια παθολογική κατάσταση γνωστή ως μελανίαση.
            Η ασθένεια αυτή εκδηλώνεται  κυρίως στις εργάτριες με απότομο μαύρισμα του σώματος και  πρόωρο θάνατό τους. Η παρουσία αυτών των μελισσιών είναι πολύ αισθητή στο χώρο του μελισσοκομείου, κυρίως μπροστά στις κυψέλες. Ο μελισσοκόμος λοιπόν προκειμένου να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους καταστάσεις και να σώσει τα μελίσσια του, εάν τα συμπτώματα είναι έντονα, πρέπει να τα μεταφέρει σε άλλες περιοχές όπου υπάρχουν την εποχή εκείνη ανθισμένα γυρεοφόρα φυτά.
Ουσιαστική λύση στα ανωτέρω προβλήματα για τις περιοχές που παρουσιάζουν μεγάλο μελισσοκομικό ενδιαφέρον για την παραγωγή πευκόμελου ή ελατόμελου) μπορεί να δοθεί με τον εμπλουτισμό της μελισσοκομικής χλωρίδας της κάθε περιοχής.


Δημοσίευση σχολίου

Copyright © XΡΥΣΟ ΜΕΛΙ ΖΑΚΥΝΘΟΥ. Designed by John Tsipas